φιλαναγνώστης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιλαναγνώστης:''' ου ὁ любитель чтения Plut. | |elrutext='''φιλαναγνώστης:''' ου ὁ [[любитель чтения]] Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:00, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, fond of reading, Plu.Alex.8.
German (Pape)
[Seite 1274] ὁ, das Lesen liebend, Freund des Lesens, Plut. Alex. 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui aime la lecture.
Étymologie: φίλος, ἀναγνώστης.
Russian (Dvoretsky)
φιλαναγνώστης: ου ὁ любитель чтения Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλᾰναγνώστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀνάγνωσιν, Πλουτ. Ἀλεξ. 8.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. φιλαναγνώοτρια Ν
αυτός που του αρέσει η ανάγνωση, το διάβασμα («ἦν δὲ φύσει φιλόλογος... καὶ φιλαναγνώστης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀναγνώστης.
Greek Monotonic
φῐλᾰνᾱγνώστης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπά το διάβασμα, σε Πλούτ.