ἀντιφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀντιφύλαξ:''' ᾰκος ὁ неприятельский наблюдательный пост Luc.
|elrutext='''ἀντιφύλαξ:''' ᾰκος ὁ [[неприятельский наблюдательный пост]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:00, 11 May 2023

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
poste avancé de l'ennemi.
Étymologie: ἀντί, φύλαξ.

German (Pape)

ακος, ὁ, feindlicher Wachtposten, Luc. conscr. hist. 28.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφύλαξ: ᾰκος ὁ неприятельский наблюдательный пост Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, τεταγμένος νὰ ἀντιφυλάσσῃ, ὁ ἀντιφυλάσσων φρουρός, φύλακας καὶ ἀντιφύλακας Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 28˙ κατ’ ἄλλους ὅμως ἐκδότας φυλακὰς καὶ ἀντιφυλακάς. Ἴδε ἔκδ. Ἰακωψίου ἐν τόπῳ.

Greek Monotonic

ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, κάποιος που έχει τοποθετηθεί για να προφυλάττει, σε Λουκ.

Middle Liddell

one posted to watch another, Luc.