συνδαίτης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α<br />ο [[συνδαιτυμόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[τρώγω]]»), | |mltxt=ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α<br />ο [[συνδαιτυμόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[τρώγω]]»), [[πρβλ]]. [[λαιμοδαίτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:47, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, = συνδαίτωρ, Luc.Ep.Sat.36; fem. voc. σύνδαιτι, Orph.H.55.10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
commensal, hôte.
Étymologie: σύν, δαίνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδαίτης -ου, ὁ zie συνδαίτωρ.
Russian (Dvoretsky)
συνδαίτης: ου ὁ Luc. = συνδαίτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδαίτης: -ου ὁ. = συνδαίτωρ, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 36· θηλ. κλητ. σύνδαιτι, Ὀρφ. Ὕμν. 55. 10.
Greek Monolingual
ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α
ο συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. λαιμοδαίτης].
Greek Monotonic
συνδαίτης: -ου, ὁ, = συνδαίτωρ, σε Λουκ.