παχύθριξ: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-τριχος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χοντρές [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]], -<i>τριχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]]), | |mltxt=-τριχος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χοντρές [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]], -<i>τριχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]]), [[πρβλ]]. [[καλλίθριξ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:49, 11 May 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. -τριχος, with thick hair; Comp. παχυτριχώτερος Arist. GA 782b5.
German (Pape)
[Seite 539] τριχος, dickhaarig, Arist. gen. anim. 5, 3.
Russian (Dvoretsky)
πᾰχύθριξ: τρῐχος adj. густошерстный, покрытый густым мехом (τὰ ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύθριξ: ὁ, ἡ, πυκνόθριξ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 10, ἐν τῷ συγκρ. παχυτριχώτερος.
Greek Monolingual
-τριχος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες
2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -θριξ, -τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλίθριξ].