τριλαμπής: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />(συν. για την Αγία Τριάδα) αυτός που εκπέμπει [[τριπλή]] [[λάμψη]], [[υπέρλαμπρος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τριλαμπές</i><br />η [[εκπομπή]] άπλετου φωτός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[λαμπής]] (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[λαμπής]]].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />(συν. για την Αγία Τριάδα) αυτός που εκπέμπει [[τριπλή]] [[λάμψη]], [[υπέρλαμπρος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τριλαμπές</i><br />η [[εκπομπή]] άπλετου φωτός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[λαμπής]] (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]]), [[πρβλ]]. [[πολυλαμπής]]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ές, <i>[[dreifach]], d.i. sehr [[glänzend]]</i>, Sp.
|ptext=ές, <i>[[dreifach]], d.i. sehr [[glänzend]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

τριλαμπής: -ές, ὁ πέμπων τριπλῆν λάμψιν, ὑπέρλαμπρος, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 609, ΙΙΙ, 1442, Καισάρ. 860.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
(συν. για την Αγία Τριάδα) αυτός που εκπέμπει τριπλή λάμψη, υπέρλαμπρος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τριλαμπές
η εκπομπή άπλετου φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πολυλαμπής].

German (Pape)

ές, dreifach, d.i. sehr glänzend, Sp.