πηλοπλάθος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πλάθει τον πηλό, που κατασκευάζει πήλινα αγγεία, [[πηλοπλάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάθος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλαθ</i>- του [[πλάσσω]], <b>πρβλ.</b> <i>πλάθ</i>-<i>ανον</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χυτρο</i>-[[πλάθος]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πλάθει τον πηλό, που κατασκευάζει πήλινα αγγεία, [[πηλοπλάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάθος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλαθ</i>- του [[πλάσσω]], <b>πρβλ.</b> <i>πλάθ</i>-<i>ανον</i>), [[πρβλ]]. [[χυτροπλάθος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:56, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλοπλᾰ́θος Medium diacritics: πηλοπλάθος Low diacritics: πηλοπλάθος Capitals: ΠΗΛΟΠΛΑΘΟΣ
Transliteration A: pēlopláthos Transliteration B: pēloplathos Transliteration C: piloplathos Beta Code: phlopla/qos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, potter, Luc.Prom. Es 1.

German (Pape)

[Seite 610] Thon, Lehm formend, aus Lehm, Thon bildend, irdene Waaren verfertigend, Luc. Prom. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
statuaire de terre cuite.
Étymologie: πηλός, πλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

πηλοπλάθος: (ᾰ) ὁ горшечник, гончар Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πηλοπλάθος: [ᾰ], ὁ, κεραμεύς, Λουκ. Προμ. 1, Müller Archäol. d. K. § 72.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που πλάθει τον πηλό, που κατασκευάζει πήλινα αγγεία, πηλοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -πλάθος (< θ. πλαθ- του πλάσσω, πρβλ. πλάθ-ανον), πρβλ. χυτροπλάθος].

Greek Monotonic

πηλοπλάθος: [ᾰ], ὁ (πλάσσω), αγγειοπλάστης, σε Λουκ.

Middle Liddell

πηλοπλᾰ́θος, ὁ, πλάσσω
a potter, Luc.