πηλοπλάθος: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πλάθει τον πηλό, που κατασκευάζει πήλινα αγγεία, [[πηλοπλάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάθος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλαθ</i>- του [[πλάσσω]], <b>πρβλ.</b> <i>πλάθ</i>-<i>ανον</i>), | |mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πλάθει τον πηλό, που κατασκευάζει πήλινα αγγεία, [[πηλοπλάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάθος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλαθ</i>- του [[πλάσσω]], <b>πρβλ.</b> <i>πλάθ</i>-<i>ανον</i>), [[πρβλ]]. [[χυτροπλάθος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:56, 11 May 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, potter, Luc.Prom. Es 1.
German (Pape)
[Seite 610] Thon, Lehm formend, aus Lehm, Thon bildend, irdene Waaren verfertigend, Luc. Prom. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
statuaire de terre cuite.
Étymologie: πηλός, πλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
πηλοπλάθος: (ᾰ) ὁ горшечник, гончар Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πηλοπλάθος: [ᾰ], ὁ, κεραμεύς, Λουκ. Προμ. 1, Müller Archäol. d. K. § 72.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που πλάθει τον πηλό, που κατασκευάζει πήλινα αγγεία, πηλοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -πλάθος (< θ. πλαθ- του πλάσσω, πρβλ. πλάθ-ανον), πρβλ. χυτροπλάθος].
Greek Monotonic
πηλοπλάθος: [ᾰ], ὁ (πλάσσω), αγγειοπλάστης, σε Λουκ.