πεπερασμενάκις: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα [[πεπερασμενάκις]] [[ἀνάγκη]] πεπεράνθαι [[πάντα]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεπερασμένος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i> ( | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα [[πεπερασμενάκις]] [[ἀνάγκη]] πεπεράνθαι [[πάντα]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεπερασμένος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i> ([[πρβλ]]. [[πλειστάκις]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 15:51, 11 May 2023
English (LSJ)
[ᾰ], a definite number of times, τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα = and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite, Aristotle, Analytica Posteriora 82b32.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπερασμένος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πλειστάκις)].
Russian (Dvoretsky)
πεπερασμενάκις: adv. определенное число раз Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πεπερασμενάκις: πεπερασμένως, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 21, 5.