πάνθηλυς: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήλεος, ό, Α<br />(για τον Διόνυσο) εντελώς εκτεθηλυμμένος, [[τελείως]] [[θηλυπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θῆλυς]] ( | |mltxt=-ήλεος, ό, Α<br />(για τον Διόνυσο) εντελώς εκτεθηλυμμένος, [[τελείως]] [[θηλυπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θῆλυς]] ([[πρβλ]]. [[ημίθηλυς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:53, 11 May 2023
English (LSJ)
εος, ὁ, quite effeminate, of Dionysus, EM277.3.
German (Pape)
[Seite 460] verstärktes θῆλυς, E. M. 277, 3.
Greek (Liddell-Scott)
πάνθηλυς: υ, ὁ ὅλως θῆλυς, ὁ ἐντελῶς ἐκτεθηλυμμένος, «Διονῦς ὁ γυναικίας καὶ πάνθηλυς» Ἐτυμολ. Μέγ. 277, 3.
Greek Monolingual
-ήλεος, ό, Α
(για τον Διόνυσο) εντελώς εκτεθηλυμμένος, τελείως θηλυπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θῆλυς (πρβλ. ημίθηλυς)].