πλέθρο: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(33) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[πλέθρον]] ΝΑ, και βλέθρον και [[πέλεθρον]] Α<br />[[μονάδα]] μήκους ισοδύναμη με 29,57 [[μέτρα]] [[σήμερα]], η οποία [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] ήταν ίση με 100 ελληνικούς πόδες ή 10 ακαίνας ή | |mltxt=το / [[πλέθρον]] ΝΑ, και βλέθρον και [[πέλεθρον]] Α<br />[[μονάδα]] μήκους ισοδύναμη με 29,57 [[μέτρα]] [[σήμερα]], η οποία [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] ήταν ίση με 100 ελληνικούς πόδες ή 10 ακαίνας ή ⅙ του σταδίου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μονάδα]] επιφάνειας ισοδύναμη με 874,38 τετραγωνικά [[μέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στη [[Ρώμη]]) [[μονάδα]] μέτρησης γεωργικών εκτάσεων ίση με διακόσιους [[σαράντα]] πόδες ως [[προς]] το [[μήκος]] και εκατόν [[είκοσι]] ως [[προς]] το [[πλάτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ., με [[επίθημα]] -<i>θρον</i> ([[πρβλ]]. [[βέρεθρον]]). Πιθανότερη φαίνεται η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[πέλομαι]] «[[γυρίζω]], περιφέρομαι». Αρχαιότερος θεωρείται ο ομηρ. τ. [[πέλεθρον]] από τον οποίο προήλθε ο τ. [[πλέθρον]] με [[συγκοπή]] του -<i>ε</i>-]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:55, 11 May 2023
Greek Monolingual
το / πλέθρον ΝΑ, και βλέθρον και πέλεθρον Α
μονάδα μήκους ισοδύναμη με 29,57 μέτρα σήμερα, η οποία κατά την αρχαιότητα ήταν ίση με 100 ελληνικούς πόδες ή 10 ακαίνας ή ⅙ του σταδίου
νεοελλ.
μονάδα επιφάνειας ισοδύναμη με 874,38 τετραγωνικά μέτρα
αρχ.
(στη Ρώμη) μονάδα μέτρησης γεωργικών εκτάσεων ίση με διακόσιους σαράντα πόδες ως προς το μήκος και εκατόν είκοσι ως προς το πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα -θρον (πρβλ. βέρεθρον). Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση του τ. με το ρ. πέλομαι «γυρίζω, περιφέρομαι». Αρχαιότερος θεωρείται ο ομηρ. τ. πέλεθρον από τον οποίο προήλθε ο τ. πλέθρον με συγκοπή του -ε-].