πλουμί: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, / [[πλουμίον]], ΝMΑ, [[πλουμίδι]] Ν, και πλουμίν Μ, και πλουμμίον Α<br />κεντητό ή ζωγραφισμένο διακοσμητικό [[σχέδιο]], [[στολίδι]], [[κόσμημα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />κεντητό [[εργόχειρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>pluma</i> «[[χνούδι]], [[πούπουλο]]». Ο νεοελλ. τ. [[πλουμίδι]] <span style="color: red;"><</span> [[πλουμί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στολ</i>-<i>ίδι</i>)].
|mltxt=το, / [[πλουμίον]], ΝMΑ, [[πλουμίδι]] Ν, και πλουμίν Μ, και πλουμμίον Α<br />κεντητό ή ζωγραφισμένο διακοσμητικό [[σχέδιο]], [[στολίδι]], [[κόσμημα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />κεντητό [[εργόχειρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>pluma</i> «[[χνούδι]], [[πούπουλο]]». Ο νεοελλ. τ. [[πλουμίδι]] <span style="color: red;"><</span> [[πλουμί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδι</i> ([[πρβλ]]. [[στολίδι]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, / πλουμίον, ΝMΑ, πλουμίδι Ν, και πλουμίν Μ, και πλουμμίον Α
κεντητό ή ζωγραφισμένο διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι, κόσμημα
μσν.-αρχ.
κεντητό εργόχειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pluma «χνούδι, πούπουλο». Ο νεοελλ. τ. πλουμίδι < πλουμί + κατάλ. -ίδι (πρβλ. στολίδι)].