ποινῆτις: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>adj. f. de</i> [[ποινητήρ]].
|btext=ιδος<br /><i>adj. f. de</i> [[ποινητήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποινῆτις:''' ῐδος ἡ [[карательница]], [[мстительница]] (π. [[Ἐρινύς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήτιδος, ἡ, Α<br />αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποινῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυβερνῆ</i>-<i>τις</i>)].
|mltxt=-ήτιδος, ἡ, Α<br />αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποινῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τις</i> ([[πρβλ]]. [[κυβερνῆτις]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποινῆτις:''' -ιδος, ἡ ([[ποινάω]]), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ.
|lsmtext='''ποινῆτις:''' -ιδος, ἡ ([[ποινάω]]), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποινῆτις:''' ῐδος ἡ карательница, мстительница (π. [[Ἐρινύς]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποινῆτις]], ιδος, ἡ, [[ποινάω]]<br />[[avenging]], Anth.
|mdlsjtxt=[[ποινῆτις]], ιδος, ἡ, [[ποινάω]]<br />[[avenging]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 16:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποινῆτις Medium diacritics: ποινῆτις Low diacritics: ποινήτις Capitals: ΠΟΙΝΗΤΙΣ
Transliteration A: poinē̂tis Transliteration B: poinētis Transliteration C: poinitis Beta Code: poinh=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, avenging, AP7.745.5 (Antip. Sid.).

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f. de ποινητήρ.

Russian (Dvoretsky)

ποινῆτις: ῐδος ἡ карательница, мстительница (π. Ἐρινύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ποινῆτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐκδικουμένη, τιμωροῦσα, Ἀνθ. Π. 7. 745.

Greek Monolingual

-ήτιδος, ἡ, Α
αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα -τις (πρβλ. κυβερνῆτις)].

Greek Monotonic

ποινῆτις: -ιδος, ἡ (ποινάω), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ.

Middle Liddell

ποινῆτις, ιδος, ἡ, ποινάω
avenging, Anth.