πράος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(34)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / πρᾱος, -ον, ΝΜΑ, και [[πραΰς]] και ιων. τ. πρηΰς, -εῑα, -ΰ, Α<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) [[ήπιος]], [[ήμερος]], [[γλυκύς]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ [[ἦθος]]», <b>Πίνδ.</b><br />β. «πρᾱός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[γλυκός]] («τὴν φωνὴν πραοτέραν προΐενται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για αρρώστιες) [[ελαφρός]] («πυρετοί πρηέες», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που είχε εξοργιστεί και στη [[συνέχεια]] ηρέμησε<br /><b>4.</b> (για [[άλογο]]) εξημερωμένος, δαμασμένος<br /><b>5.</b> (για ζώα) [[ήμερος]]<br /><b>6.</b> αυτός που καθιστά κάποιον ήρεμο και μαλακό, αυτός που εξημερώνει, που δαμάζει<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πραέα</i><br />τα χάδια<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «πραΰτερος μολόχας». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πράως]] ΝΑ [[πραέως]] και ιων. τ. <i>πρηέως</i> Α<br />με [[πραότητα]], ήπια, ήρεμα («ἐν τῇ παρεστώσῃ ξυμφορᾷ, ὡς ῥαδίως αὐτὴν καὶ [[πράως]] φέρεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με [[απάθεια]], [[χωρίς]] [[συγκίνηση]] («[[πράως]] λέγοι τὸ αὐτοῡ [[πάθος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> με μαλακό τρόπο, όχι αυστηρά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πράως]] διάκεισθε» — [[είμαι]] [[ήρεμος]], σε [[αντιδιαστολή]] με το οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο αρχαιότερος τ. του επιθ. [[πρᾶος]] [[είναι]] η αθέματη [[μορφή]] <i>πραΰς</i> / <i>πρηΰς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κρατ</i>-<i>ύς</i>), ενώ τ. με υπογεγραμμένο -<i>ι</i>- [[είναι]] δευτερογενείς σχηματισμοί αναλογικοί του [[ῥᾴων]].
|mltxt=-α, -ο / πρᾱος, -ον, ΝΜΑ, και [[πραΰς]] και ιων. τ. πρηΰς, -εῖα, -ΰ, Α<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) [[ήπιος]], [[ήμερος]], [[γλυκύς]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ [[ἦθος]]», <b>Πίνδ.</b><br />β. «πρᾱός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) [[γλυκός]] («τὴν φωνὴν πραοτέραν προΐενται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για αρρώστιες) [[ελαφρός]] («πυρετοί πρηέες», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που είχε εξοργιστεί και στη [[συνέχεια]] ηρέμησε<br /><b>4.</b> (για [[άλογο]]) εξημερωμένος, δαμασμένος<br /><b>5.</b> (για ζώα) [[ήμερος]]<br /><b>6.</b> αυτός που καθιστά κάποιον ήρεμο και μαλακό, αυτός που εξημερώνει, που δαμάζει<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πραέα</i><br />τα χάδια<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «πραΰτερος μολόχας». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πράως]] ΝΑ [[πραέως]] και ιων. τ. <i>πρηέως</i> Α<br />με [[πραότητα]], ήπια, ήρεμα («ἐν τῇ παρεστώσῃ ξυμφορᾷ, ὡς ῥαδίως αὐτὴν καὶ [[πράως]] φέρεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] με [[απάθεια]], [[χωρίς]] [[συγκίνηση]] («[[πράως]] λέγοι τὸ αὐτοῦ [[πάθος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> με μαλακό τρόπο, όχι αυστηρά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πράως]] διάκεισθε» — [[είμαι]] [[ήρεμος]], σε [[αντιδιαστολή]] με το οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο αρχαιότερος τ. του επιθ. [[πρᾶος]] [[είναι]] η αθέματη [[μορφή]] <i>πραΰς</i> / <i>πρηΰς</i> ([[πρβλ]]. [[κρατύς]]), ενώ τ. με υπογεγραμμένο -<i>ι</i>- [[είναι]] δευτερογενείς σχηματισμοί αναλογικοί του [[ῥᾴων]].
}}
}}

Latest revision as of 16:03, 11 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο / πρᾱος, -ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, -εῖα, -ΰ, Α
1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός
2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ.
β. «πρᾱός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ», ΚΔ)
αρχ.
1. (για ήχο) γλυκός («τὴν φωνὴν πραοτέραν προΐενται», Ξεν.)
2. (για αρρώστιες) ελαφρός («πυρετοί πρηέες», Ιπποκρ.)
3. αυτός που είχε εξοργιστεί και στη συνέχεια ηρέμησε
4. (για άλογο) εξημερωμένος, δαμασμένος
5. (για ζώα) ήμερος
6. αυτός που καθιστά κάποιον ήρεμο και μαλακό, αυτός που εξημερώνει, που δαμάζει
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πραέα
τα χάδια
8. παροιμ. «πραΰτερος μολόχας».
επίρρ...
πράως ΝΑ πραέως και ιων. τ. πρηέως Α
με πραότητα, ήπια, ήρεμα («ἐν τῇ παρεστώσῃ ξυμφορᾷ, ὡς ῥαδίως αὐτὴν καὶ πράως φέρεις», Πλάτ.)
αρχ.
1. μιλώ με απάθεια, χωρίς συγκίνησηπράως λέγοι τὸ αὐτοῦ πάθος», Ξεν.)
2. με μαλακό τρόπο, όχι αυστηρά
3. φρ. «πράως διάκεισθε» — είμαι ήρεμος, σε αντιδιαστολή με το οργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο αρχαιότερος τ. του επιθ. πρᾶος είναι η αθέματη μορφή πραΰς / πρηΰς (πρβλ. κρατύς), ενώ τ. με υπογεγραμμένο -ι- είναι δευτερογενείς σχηματισμοί αναλογικοί του ῥᾴων.