προπόλεος: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πριν]] από μια [[πόλη]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ προπόλεα</i><br />τα προάστια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόπολις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πορφύρ</i>-<i>εος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πριν]] από μια [[πόλη]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ προπόλεα</i><br />τα προάστια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόπολις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. [[πορφύρεος]])].
}}
}}

Revision as of 16:05, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπόλεος Medium diacritics: προπόλεος Low diacritics: προπόλεος Capitals: ΠΡΟΠΟΛΕΟΣ
Transliteration A: propóleos Transliteration B: propoleos Transliteration C: propoleos Beta Code: propo/leos

English (LSJ)

ον, lying before a city, κόσμος Anon. ap. Suid.; τὰ π., gloss on προάστεια, Sch. Philostr.Im.Prooem.ap. Boissonade ad Marin.Procl. p.140.

German (Pape)

[Seite 740] vor der Stadt, vorstädtisch, Suid., soll wohl προπόλιος heißen.

Greek (Liddell-Scott)

προπόλεος: -ον, ὁ κείμενος πρό τινος πόλεως, Βασίλ. ΙΙΙ, 481C, Σουΐδ.· τὰ προπόλεα, = προάστεια, Σχόλ. εἰς Φιλόστρ. παρὰ τῷ Boisson. εἰς Μαρῖν. ἐν Βίῳ Πρόκλ. σ. 140.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται πριν από μια πόλη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προπόλεα
τα προάστια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόπολις + κατάλ. -εος (πρβλ. πορφύρεος)].