πρόσεργος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[ακόμη]] περισσότερο [[έργο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[πρόσεργον]]<br />α) [[κέρδος]] από χρήματα, [[τόκος]]<br />β) έκτακτη, πρόσθετη [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔργον]] (<b>πρβλ.</b> <i>πάρ</i>-<i>εργον</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[ακόμη]] περισσότερο [[έργο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[πρόσεργον]]<br />α) [[κέρδος]] από χρήματα, [[τόκος]]<br />β) έκτακτη, πρόσθετη [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔργον]] ([[πρβλ]]. [[πάρεργον]])].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρόσεργος -ον [πρός, ἔργον] behulpzaam:. τὸν πρόσεργον ἄτρακον de behulpzame spoel AP 6.288.3.
|elnltext=πρόσεργος -ον &#91;[[πρός]], [[ἔργον]]] [[behulpzaam]]:. τὸν πρόσεργον ἄτρακον de behulpzame spoel AP 6.288.3.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρόσεργος:''' [[постоянно работающий]], [[неутомимый]] ([[ἄτρακτος]] Anth.).
|elrutext='''πρόσεργος:''' [[постоянно работающий]], [[неутомимый]] ([[ἄτρακτος]] Anth.).
}}
}}

Latest revision as of 16:05, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 762] zur Arbeit gehörig, ἄτρακτος, Leon. Tar. 8 (VI, 288).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που προσφέρει ακόμη περισσότερο έργο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσεργον
α) κέρδος από χρήματα, τόκος
β) έκτακτη, πρόσθετη εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔργον (πρβλ. πάρεργον)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσεργος -ον [πρός, ἔργον] behulpzaam:. τὸν πρόσεργον ἄτρακον de behulpzame spoel AP 6.288.3.

Russian (Dvoretsky)

πρόσεργος: постоянно работающий, неутомимый (ἄτρακτος Anth.).