ρίξιμο: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> το να ρίχνει [[κανείς]] [[κάτι]], [[ρίψη]] («το [[ρίξιμο]] της πέτρας»)<br /><b>2.</b> [[γκρέμισμα]], [[κατεδάφιση]] («το [[ρίξιμο]] του τοίχου»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαπάτηση]], [[καταδολίευση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το [[ρίξιμο]] του παιδιού» — [[αποβολή]] ή [[έκτρωση]] εμβρύου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ριξ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>ριξ</i>-<i>α</i> του [[ρίχνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γράψ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> το να ρίχνει [[κανείς]] [[κάτι]], [[ρίψη]] («το [[ρίξιμο]] της πέτρας»)<br /><b>2.</b> [[γκρέμισμα]], [[κατεδάφιση]] («το [[ρίξιμο]] του τοίχου»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαπάτηση]], [[καταδολίευση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το [[ρίξιμο]] του παιδιού» — [[αποβολή]] ή [[έκτρωση]] εμβρύου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ριξ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>ριξ</i>-<i>α</i> του [[ρίχνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[γράψιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:05, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. το να ρίχνει κανείς κάτι, ρίψη («το ρίξιμο της πέτρας»)
2. γκρέμισμα, κατεδάφιση («το ρίξιμο του τοίχου»)
3. μτφ. εξαπάτηση, καταδολίευση
4. φρ. «το ρίξιμο του παιδιού» — αποβολή ή έκτρωση εμβρύου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριξ- του αορ. έ-ριξ-α του ρίχνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].