ρόπτρο: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ / [[ῥόπτρον]], ΝΜΑ<br />[[βαρύ]], κινητό μεταλλικό [[εξάρτημα]], προσαρμοσμένο στο ένα του [[άκρο]] στην [[εξώπορτα]] του σπιτιού για το [[χτύπημα]] της εξώθυρας («νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας [[ἡδέως]] ἐκκρηνάμεσθα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ραβδί]], [[ρόπαλο]] με [[εξόγκωμα]] στο άνω [[μέρος]] («Δίκης ἔπαισεν αὐτὸν [[ῥόπτρον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[ξύλο]] της παγίδας, της φάκας, που έπεφτε με το [[άγγιγμα]] και έπιανε τον ποντικό<br /><b>3.</b> μουσικό όργανο τών Κορυβάντων, [[ρόμβος]] («ῥόπτρα βυρσοπαγῆ καὶ κοῑλα περιτείναντες ἠχείοις χαλκοῖς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[πέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥοπ</i>- του [[ῥέπω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βάκ</i>-<i>τρον</i>)].
|mltxt=τὸ / [[ῥόπτρον]], ΝΜΑ<br />[[βαρύ]], κινητό μεταλλικό [[εξάρτημα]], προσαρμοσμένο στο ένα του [[άκρο]] στην [[εξώπορτα]] του σπιτιού για το [[χτύπημα]] της εξώθυρας («νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας [[ἡδέως]] ἐκκρηνάμεσθα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ραβδί]], [[ρόπαλο]] με [[εξόγκωμα]] στο άνω [[μέρος]] («Δίκης ἔπαισεν αὐτὸν [[ῥόπτρον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[ξύλο]] της παγίδας, της φάκας, που έπεφτε με το [[άγγιγμα]] και έπιανε τον ποντικό<br /><b>3.</b> μουσικό όργανο τών Κορυβάντων, [[ρόμβος]] («ῥόπτρα βυρσοπαγῆ καὶ κοῑλα περιτείναντες ἠχείοις χαλκοῖς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[πέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥοπ</i>- του [[ῥέπω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. [[βάκτρον]])].
}}
}}

Revision as of 16:13, 11 May 2023

Greek Monolingual

τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ
βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα του σπιτιού για το χτύπημα της εξώθυρας («νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.)
αρχ.
1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης ἔπαισεν αὐτὸν ῥόπτρον», Ευρ.)
2. το ξύλο της παγίδας, της φάκας, που έπεφτε με το άγγιγμα και έπιανε τον ποντικό
3. μουσικό όργανο τών Κορυβάντων, ρόμβος («ῥόπτρα βυρσοπαγῆ καὶ κοῑλα περιτείναντες ἠχείοις χαλκοῖς», Πλούτ.)
4. το πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥοπ- του ῥέπω + επίθημα -τρον (πρβλ. βάκτρον)].