σουρωτήρι: Difference between revisions

From LSJ

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137
m (Text replacement - "Greek: σουρωτήρι;" to "Greek: σουρωτήρι, στραγγιστήρι, τρυπητό;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> τρυπητό, μαγειρικό [[σκεύος]] που χρησιμοποιείται για το [[στράγγισμα]] φαγητών ή άλλων παρασκευασμάτων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μέθυσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σουρώνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρυπη</i>-<i>τήρι</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> τρυπητό, μαγειρικό [[σκεύος]] που χρησιμοποιείται για το [[στράγγισμα]] φαγητών ή άλλων παρασκευασμάτων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μέθυσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σουρώνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρι</i> ([[πρβλ]]. [[τρυπητήρι]])].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 16:23, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. τρυπητό, μαγειρικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα φαγητών ή άλλων παρασκευασμάτων
2. μτφ. (για πρόσ.) μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουρώνω + επίθημα -τήρι (πρβλ. τρυπητήρι)].

Translations

strainer

Bikol Central: sernian; Bulgarian: цедка; Catalan: colador; Chinese Dutch: filter, vergiet; Esperanto: kribrilo; Finnish: siivilä; French: filtre; Georgian: თუშფალანგი; German: Sieb, Durchschlag; Greek: σουρωτήρι, στραγγιστήρι, τρυπητό; Ancient Greek: διέραμα, διυλιστήρ, ἠθάνιον, ἠθμός, ἡθμός, κυρτίδιον, κυρτίς, κύρτος, πλόκανον, σάκκος, σάκος; Icelandic: sigti; Irish: síothlán; Italian: colino, colatoio; Japanese: 濾過器, ストレーナー; Latin: colum; Malayalam: അരിപ്പ; Mandarin: 濾器, 滤器, 過濾器, 过滤器, 網濾, 网滤, 笊籬; Maori: tātari; Occitan: filtre, colador, mancha; Persian: ماشوب‎; Plautdietsch: Säw; Polish: sito, cedzak; Portuguese: peneira; Romanian: strecurătoare; Russian: сито, фильтр, ситечко, дуршлаг; Scottish Gaelic: sìoltachan; Serbo-Croatian: цедило, cedilo, цједило, cjedilo; Slovak: sito, cedidlo; Spanish: colador, filtro; Swedish: sil, filter, durkslag, sikt; Tagalog: salaan; Turkish: süzgeç; Waray-Waray: saraan