σχίσιμο: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκίσιμο]], το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σχίζω]], [[διαίρεση]] ενός τμήματος [[κατά]] [[μήκος]], [[τομή]]<br /><b>2.</b> [[πρόκληση]] τραύματος ή πληγής<br /><b>3.</b> το [[τμήμα]] που έχει σχιστεί (α. «[[βάλε]] λίγο [[οινόπνευμα]] [[πάνω]] στο [[σχίσιμο]]» β. «[[βάλε]] [[κάτι]] από [[πάνω]] για να μην φαίνεται το [[σχίσιμο]] στο [[παντελόνι]] σου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αόρ. έσκισα του [[σκίζω]]/[[σχίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέσ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=και [[σκίσιμο]], το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σχίζω]], [[διαίρεση]] ενός τμήματος [[κατά]] [[μήκος]], [[τομή]]<br /><b>2.</b> [[πρόκληση]] τραύματος ή πληγής<br /><b>3.</b> το [[τμήμα]] που έχει σχιστεί (α. «[[βάλε]] λίγο [[οινόπνευμα]] [[πάνω]] στο [[σχίσιμο]]» β. «[[βάλε]] [[κάτι]] από [[πάνω]] για να μην φαίνεται το [[σχίσιμο]] στο [[παντελόνι]] σου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αόρ. έσκισα του [[σκίζω]]/[[σχίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[δέσιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

και σκίσιμο, το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σχίζω, διαίρεση ενός τμήματος κατά μήκος, τομή
2. πρόκληση τραύματος ή πληγής
3. το τμήμα που έχει σχιστεί (α. «βάλε λίγο οινόπνευμα πάνω στο σχίσιμο» β. «βάλε κάτι από πάνω για να μην φαίνεται το σχίσιμο στο παντελόνι σου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσκισα του σκίζω/σχίζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].