σφυρίχτρα: Difference between revisions

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σφυρίκτρα]], η, Ν<br /><b>1.</b> όργανο που, με τη [[διοχέτευση]] [[μέσα]] σ' αυτό ρεύματος αέρα, παράγεται [[συριστικός]] [[ήχος]], [[σφύριγμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[διαιτητής]] ομαδικών αθλημάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφυρίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κουβαρίσ</i>-<i>τρα</i>)].
|mltxt=και [[σφυρίκτρα]], η, Ν<br /><b>1.</b> όργανο που, με τη [[διοχέτευση]] [[μέσα]] σ' αυτό ρεύματος αέρα, παράγεται [[συριστικός]] [[ήχος]], [[σφύριγμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[διαιτητής]] ομαδικών αθλημάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφυρίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[κουβαρίστρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:26, 11 May 2023

Greek Monolingual

και σφυρίκτρα, η, Ν
1. όργανο που, με τη διοχέτευση μέσα σ' αυτό ρεύματος αέρα, παράγεται συριστικός ήχος, σφύριγμα
2. μτφ. (για πρόσ.) ο διαιτητής ομαδικών αθλημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουβαρίστρα)].