τετράστιχος: Difference between revisions
From LSJ
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τετράστιχος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερεις]] στίχους ή από [[τέσσερεις]] σειρές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (για φυτά) αυτός που φέρει [[άνθη]] διατεταγμένα σε [[τέσσερεις]] σειρές<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράστιχο</i><br />[[ποίημα]] που αποτελείται από [[τέσσερεις]] στίχους ή [[στροφή]] ποιήματος η οποία έχει [[τέσσερεις]] στίχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στίχος]] ( | |mltxt=-η, -ο / [[τετράστιχος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερεις]] στίχους ή από [[τέσσερεις]] σειρές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (για φυτά) αυτός που φέρει [[άνθη]] διατεταγμένα σε [[τέσσερεις]] σειρές<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράστιχο</i><br />[[ποίημα]] που αποτελείται από [[τέσσερεις]] στίχους ή [[στροφή]] ποιήματος η οποία έχει [[τέσσερεις]] στίχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στίχος]] ([[πρβλ]]. [[πεντάστιχος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, in four rows or courses, LXX Ex.28.17, 36.17 (39.10).
German (Pape)
[Seite 1099] in vier Reihen, Zeilen, vierzeilig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράστῐχος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τεσσάρων στίχων ἢ σειρῶν, ὕφασμα κατάλιθον τετράστιχον Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 17, Λϛʹ, 8).
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράστιχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις στίχους ή από τέσσερεις σειρές
νεοελλ.
βοτ. (για φυτά) αυτός που φέρει άνθη διατεταγμένα σε τέσσερεις σειρές
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το τετράστιχο
ποίημα που αποτελείται από τέσσερεις στίχους ή στροφή ποιήματος η οποία έχει τέσσερεις στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στίχος (πρβλ. πεντάστιχος)].