τμητήρ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει ή σχίζει<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[καταστρεπτικός]] («τμητὴρ [[σίδηρος]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τμη</i>- του [[τέμνω]] (<b>βλ. λ.</b> <i>τμή</i>-<i>γω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ( | |mltxt=-ῆρος, ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει ή σχίζει<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[καταστρεπτικός]] («τμητὴρ [[σίδηρος]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τμη</i>- του [[τέμνω]] (<b>βλ. λ.</b> <i>τμή</i>-<i>γω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[κλητήρ]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 11 May 2023
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, one who cuts or severs, destroyer, Nonn.D.26.303: c. gen., ib.14.311: as adjective, σίδηρος ib.13.481.
German (Pape)
[Seite 1123] ῆρος, ὁ, der Schneidende, Hauende, Zerstörende, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
τμητήρ: ῆρος, ὁ, τέμνων ἢ χωρίζων, ὁ καταστρέφων, καταστροφεύς, σιδήρῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 91.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, ΜΑ
1. αυτός που κόβει ή σχίζει
2. ως επίθ. καταστρεπτικός («τμητὴρ σίδηρος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- του τέμνω (βλ. λ. τμή-γω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. κλητήρ)].