φυκίς: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(λόγ. τ.) <b>ζωολ.</b> α) [[γένος]] θαλάσσιων γαδόμορφων ιχθύων τών εύκρατων περιοχών<br />β) [[γένος]] ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br />θηλ. τ. του [[φύκης]]. [[ΕΤΥΜΟΛ</i>. <span style="color: red;"><</span> [[φύκης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ( | |mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(λόγ. τ.) <b>ζωολ.</b> α) [[γένος]] θαλάσσιων γαδόμορφων ιχθύων τών εύκρατων περιοχών<br />β) [[γένος]] ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br />θηλ. τ. του [[φύκης]]. [[ΕΤΥΜΟΛ</i>. <span style="color: red;"><</span> [[φύκης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[συναγρίς]]). Η λ. ως όρος της νεοελλ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phycis]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:49, 11 May 2023
English (LSJ)
ἡ, v. φύκης.
German (Pape)
[Seite 1313] ίδος, ἡ, das Weibchen des Fisches φύκης, Arist. H. A. 8, 2; Alexis bei Ath. III, 107 (V. 12); λιμενῖτις, ἐρυθρή, Apollnds 7. 23 (VI, 105. VII, 702).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
la femelle d'un poisson qui vit dans les algues.
Étymologie: φῦκος.
Russian (Dvoretsky)
φῡκίς: ίδος ἡ самка рыбы φύκης Arst., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φῡκίς: ἡ ἴδε ἐν λ. φύκης.
Greek Monolingual
-ίδος, η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγ. τ.) ζωολ. α) γένος θαλάσσιων γαδόμορφων ιχθύων τών εύκρατων περιοχών
β) γένος ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων
αρχ.
θηλ. τ. του φύκης. [[ΕΤΥΜΟΛ. < φύκης + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. συναγρίς). Η λ. ως όρος της νεοελλ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phycis]].