χοιράφιος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, και χοιράφιον, τὸ, Α<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[αυλάκι]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[χοιρίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άφιον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θηρ</i>-<i>άφιον</i>). Για τη [[σημασία]] της λ. «[[αυλάκι]]» <b>πρβλ.</b> πιθ. και τα λατ. <i>porca</i> «[[κομμάτι]] γης [[μεταξύ]] τών αυλακιών»: <i>porcus</i> «[[χοίρος]]»].
|mltxt=ὁ, και χοιράφιον, τὸ, Α<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[αυλάκι]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[χοιρίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άφιον</i> ([[πρβλ]]. [[θηράφιον]]). Για τη [[σημασία]] της λ. «[[αυλάκι]]» <b>πρβλ.</b> πιθ. και τα λατ. <i>porca</i> «[[κομμάτι]] γης [[μεταξύ]] τών αυλακιών»: <i>porcus</i> «[[χοίρος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιράφιος Medium diacritics: χοιράφιος Low diacritics: χοιράφιος Capitals: ΧΟΙΡΑΦΙΟΣ
Transliteration A: choiráphios Transliteration B: choiraphios Transliteration C: choirafios Beta Code: xoira/fios

English (LSJ)

ὁ, farrow, PFlor.148.4,7 (iii A. D.).

Greek Monolingual

ὁ, και χοιράφιον, τὸ, Α
1. (το αρσ.) αυλάκι
2. (το ουδ.) χοιρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + υποκορ. κατάλ. -άφιον (πρβλ. θηράφιον). Για τη σημασία της λ. «αυλάκι» πρβλ. πιθ. και τα λατ. porca «κομμάτι γης μεταξύ τών αυλακιών»: porcus «χοίρος»].