ῥυώδης: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες, Α<br /><b>1.</b> [[ρευστός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ρέει ελεύθερα και με [[ορμή]] («[[σπέρμα]] πολὺ καὶ ῥυῶδες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για πυρετό) [[συνεχής]] και [[συχνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ( | |mltxt=-ῶδες, Α<br /><b>1.</b> [[ρευστός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ρέει ελεύθερα και με [[ορμή]] («[[σπέρμα]] πολὺ καὶ ῥυῶδες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για πυρετό) [[συνεχής]] και [[συχνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[μυώδης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:03, 11 May 2023
English (LSJ)
ες, (ῥέω) running, flowing; of persons, ῥ. τὰ οὖρα incontinent of urine, Hp.Art.48; σπέρμα πολὺ καὶ ῥ. flowing freely, Pl.Ti. 86c, cf. d; of fevers, continuous or frequent, Gal.19.552 (nisi ῥοώδης legend.).
German (Pape)
[Seite 854] ες, von flüssiger, fließender, zerfließender Art, flüssig, fließend, zufließend, häufig, abundans, τὸ σπέρμα πολὺ καὶ ῥυῶδες, Plat. Tim. 86 cd.
Russian (Dvoretsky)
ῥῠώδης: текучий: πολὺς καὶ ῥ. Plat. обильно текущий.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ῥέων, ἐπὶ προσώπων, ῥυώδεες τὰ οὖρα, οἱ μὴ δυνάμενοι νὰ κρατήσωσι τὰ οὖρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· σπέρμα πολὺ καὶ ῥ., ἐλευθέρως ῥέον, Πλάτ. Τίμ. 86C, D· ἐπὶ πυρετῶν, συνεχὴς καὶ συχνός, Γαλην. τ. 19, σ. 552, 17.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α
1. ρευστός
2. αυτός που ρέει ελεύθερα και με ορμή («σπέρμα πολὺ καὶ ῥυῶδες», Πλάτ.)
3. (για πυρετό) συνεχής και συχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω + κατάλ. -ώδης (πρβλ. μυώδης)].