ὡρολογητής: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
mNo edit summary |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[αγορητής]] αμειβόμενος με την ώρα<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Προδίκου, [[επειδή]] συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο <i>Ὧραι</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λογητής</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>λογῶ</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[αγορητής]] αμειβόμενος με την ώρα<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Προδίκου, [[επειδή]] συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο <i>Ὧραι</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λογητής</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>λογῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ὁμολογητής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 12 May 2023
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one that tells of the Ὧραι (or possibly reaps profit from . .), λαβάργυρος ὡρολογητής, of Prodicus, who composed a speech entitled Ὧραι, Timo 18, cf. Eust.1349.10.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρολογητής: -οῦ, ὁ, ὁ λέγων ἢ ὁμιλῶν μὲ τὴν ὥραν, λαβάργυρος ὡρ. Τίμων παρ’ Ἀθην. 406Ε, πρβλ. Εὐστ. 1349. 10.
German (Pape)
[Seite 1414] ὁ, der die Stunde sagt, bei Ath. IX, 406 d vom Prodicus, der ὧραι geschrieben.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αγορητής αμειβόμενος με την ώρα
2. προσωνυμία του Προδίκου, επειδή συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο Ὧραι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -λογητής (< -λογῶ), πρβλ. ὁμολογητής].