ὡρολογητής: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[αγορητής]] αμειβόμενος με την ώρα<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Προδίκου, [[επειδή]] συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο <i>Ὧραι</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λογητής</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>λογῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>ὁμο</i>-<i>λογητής</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[αγορητής]] αμειβόμενος με την ώρα<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Προδίκου, [[επειδή]] συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο <i>Ὧραι</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λογητής</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>λογῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ὁμολογητής]]].
}}
}}

Revision as of 20:24, 12 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρολογητής Medium diacritics: ὡρολογητής Low diacritics: ωρολογητής Capitals: ΩΡΟΛΟΓΗΤΗΣ
Transliteration A: hōrologētḗs Transliteration B: hōrologētēs Transliteration C: orologitis Beta Code: w(rologhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one that tells of the Ὧραι (or possibly reaps profit from . .), λαβάργυρος ὡρολογητής, of Prodicus, who composed a speech entitled Ὧραι, Timo 18, cf. Eust.1349.10.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρολογητής: -οῦ, ὁ, ὁ λέγων ἢ ὁμιλῶν μὲ τὴν ὥραν, λαβάργυρος ὡρ. Τίμων παρ’ Ἀθην. 406Ε, πρβλ. Εὐστ. 1349. 10.

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, der die Stunde sagt, bei Ath. IX, 406 d vom Prodicus, der ὧραι geschrieben.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αγορητής αμειβόμενος με την ώρα
2. προσωνυμία του Προδίκου, επειδή συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο Ὧραι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -λογητής (< -λογῶ), πρβλ. ὁμολογητής].