ὠμοτριβής: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />([[ιδίως]] για [[λάδι]]) αυτός που προέρχεται από την [[έκθλιψη]] άγουρων ελιών («ἀλείφειν τὴν κεφαλὴν ὠμοτριβὲς [[ἔλαιον]]», Θεοφάν. <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τριβή]]), [[πρβλ]]. <i>νεο</i>-<i>τριβής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />([[ιδίως]] για [[λάδι]]) αυτός που προέρχεται από την [[έκθλιψη]] άγουρων ελιών («ἀλείφειν τὴν κεφαλὴν ὠμοτριβὲς [[ἔλαιον]]», Θεοφάν. <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τριβή]]), [[πρβλ]]. [[νεοτριβής]]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ές, <i>roh [[zerrieben]], [[zermahlen]], [[zermalmt]], [[gepreßt]]</i>, ὠμοτριβὲς [[ἔλαιον]], <i>Öl aus unreifen [[Oliven]]</i>, Theophr. bei Ath. II.67b.
|ptext=ές, <i>roh [[zerrieben]], [[zermahlen]], [[zermalmt]], [[gepreßt]]</i>, ὠμοτριβὲς [[ἔλαιον]], <i>Öl aus unreifen [[Oliven]]</i>, Theophr. bei Ath. II.67b.
}}
}}

Revision as of 20:26, 12 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοτρῐβής Medium diacritics: ὠμοτριβής Low diacritics: ωμοτριβής Capitals: ΩΜΟΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: ōmotribḗs Transliteration B: ōmotribēs Transliteration C: omotrivis Beta Code: w)motribh/s

English (LSJ)

ές, pressed raw, ὠμοτριβὲς ἔλαιον oil from unripe olives, preferred for many purposes, Thphr.Od.15, Dsc.1.30.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοτρῐβής: -ές, γεν. -έος, τριβόμενος ὠμὸς ἢ ἄωρος, ὠμ. ἔλαιον, ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, προτιμώμενον χάριν πολλῶν χρήσεων, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 15, Διοσκ. 1, 29, πρβλ. ὀμφάκινον.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
(ιδίως για λάδι) αυτός που προέρχεται από την έκθλιψη άγουρων ελιών («ἀλείφειν τὴν κεφαλὴν ὠμοτριβὲς ἔλαιον», Θεοφάν. Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -τριβής (< τριβή), πρβλ. νεοτριβής].

German (Pape)

ές, roh zerrieben, zermahlen, zermalmt, gepreßt, ὠμοτριβὲς ἔλαιον, Öl aus unreifen Oliven, Theophr. bei Ath. II.67b.