μέλπηθρα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μέλπηθρα]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> (για άταφο [[πτώμα]]) [[λεία]] τών κτηνών («μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' [[αὖθι]] κυνῶν [[μέλπηθρα]] γένοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέλπηθρα]]<br />σπαράγματα, παίγνια, ἑλκύσματα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλπω]] «[[εξυμνώ]], [[τραγουδώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θρον</i> ([[πρβλ]]. <i>έλκη</i>-<i>θρο</i>)].
|mltxt=[[μέλπηθρα]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> (για άταφο [[πτώμα]]) [[λεία]] τών κτηνών («μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' [[αὖθι]] κυνῶν [[μέλπηθρα]] γένοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέλπηθρα]]<br />σπαράγματα, παίγνια, ἑλκύσματα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλπω]] «[[εξυμνώ]], [[τραγουδώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θρον</i> ([[πρβλ]]. [[έλκηθρο]])].
}}
}}

Revision as of 06:51, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλπηθρα Medium diacritics: μέλπηθρα Low diacritics: μέλπηθρα Capitals: ΜΕΛΠΗΘΡΑ
Transliteration A: mélpēthra Transliteration B: melpēthra Transliteration C: melpithra Beta Code: me/lphqra

English (LSJ)

τά, (μέλπω) means of playing, plaything: Hom. (only in Il.) always in plural, of an unburied corpse, sport, plaything, κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο a sport of dogs, 13.233; κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι 17.255.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
seul. au plur.
amusement, jouet.
Étymologie: μέλπω.

Greek Monolingual

μέλπηθρα, τὰ (Α)
1. (για άταφο πτώμα) λεία τών κτηνών («μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μέλπηθρα
σπαράγματα, παίγνια, ἑλκύσματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλπω «εξυμνώ, τραγουδώ» + επίθημα -θρον (πρβλ. έλκηθρο)].