μεγαλόσωμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεγαλόσωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σῶμα]] ([[πρβλ]]. <i>υψηλό</i>-<i>σωμος</i>) σχηματισμένο από το θ. της ονομ. [[αντί]] [[μεγαλοσώματος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεγαλόσωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σῶμα]] ([[πρβλ]]. [[υψηλόσωμος]]) σχηματισμένο από το θ. της ονομ. [[αντί]] [[μεγαλοσώματος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>von großem [[Körper]], [[großleibig]]</i>, Sp.
|ptext=<i>von großem [[Körper]], [[großleibig]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 06:53, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόσωμος Medium diacritics: μεγαλόσωμος Low diacritics: μεγαλόσωμος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΩΜΟΣ
Transliteration A: megalósōmos Transliteration B: megalosōmos Transliteration C: megalosomos Beta Code: megalo/swmos

English (LSJ)

ον, = μεγαλοσώματος (large-bodied, full-bodied), Sch. Ar. Ra. 55, etc.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόσωμος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 55, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μεγαλόσωμος, -ον)
αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σῶμα (πρβλ. υψηλόσωμος) σχηματισμένο από το θ. της ονομ. αντί μεγαλοσώματος.

German (Pape)

von großem Körper, großleibig, Sp.