μεσοπόλιος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσοπόλιος]] και [[μεσαιπόλιος]], -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει [[κατά]] το ήμισυ λευκές [[τρίχες]], γκριζομάλλης, [[ψαρομάλλης]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μεσήλικος]], [[μεσόκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «[[γκρίζος]], [[ψαρός]]» ([[πρβλ]]. <i>υπο</i>-<i>πόλιος</i>). Για τον τ. [[μεσαιπόλιος]] <b>βλ.</b> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)-].
|mltxt=[[μεσοπόλιος]] και [[μεσαιπόλιος]], -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει [[κατά]] το ήμισυ λευκές [[τρίχες]], γκριζομάλλης, [[ψαρομάλλης]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μεσήλικος]], [[μεσόκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «[[γκρίζος]], [[ψαρός]]» ([[πρβλ]]. [[υποπόλιος]]). Για τον τ. [[μεσαιπόλιος]] <b>βλ.</b> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)-].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

German (Pape)

[Seite 139] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. μεσαιπόλιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μεσαιπόλιος.

Russian (Dvoretsky)

μεσοπόλιος: Aesop. = μεσαιπόλιος.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοπόλιος: -ον, ὁ ὁμαλὸς τύπος τοῦ μεσαιπόλιος (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, ἔνθα νῦν γράφεται μεσαιπόλιος, ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.

Greek Monolingual

μεσοπόλιος και μεσαιπόλιος, -ον (ΑM)
1. αυτός ο οποίος έχει κατά το ήμισυ λευκές τρίχες, γκριζομάλλης, ψαρομάλλης
2. (κατ' επέκτ.) μεσήλικος, μεσόκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πολιός «γκρίζος, ψαρός» (πρβλ. υποπόλιος). Για τον τ. μεσαιπόλιος βλ. μεσ(ο)-].

Greek Monotonic

μεσοπόλιος: -ον, κανονικός τύπος αντί μεσαιπόλιος, σε Αίσωπ.

Middle Liddell

μεσο-πόλιος, ον regular form for μεσαιπόλιος, Aesop.]