μεσοπόλιος: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(c2)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0139.png Seite 139]] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. [[μεσαιπόλιος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0139.png Seite 139]] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. [[μεσαιπόλιος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μεσαιπόλιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσοπόλιος:''' Aesop. = [[μεσαιπόλιος]].
}}
{{ls
|lstext='''μεσοπόλιος''': -ον, ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] τοῦ [[μεσαιπόλιος]] (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, [[ἔνθα]] νῦν γράφεται [[μεσαιπόλιος]], ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσοπόλιος]] και [[μεσαιπόλιος]], -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει [[κατά]] το ήμισυ λευκές [[τρίχες]], γκριζομάλλης, [[ψαρομάλλης]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μεσήλικος]], [[μεσόκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «[[γκρίζος]], [[ψαρός]]» ([[πρβλ]]. [[υποπόλιος]]). Για τον τ. [[μεσαιπόλιος]] <b>βλ.</b> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεσοπόλιος:''' -ον, [[κανονικός]] [[τύπος]] αντί [[μεσαιπόλιος]], σε Αίσωπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεσο-πόλιος, ον [[regular]] [[form]] for [[μεσαιπόλιος]], Aesop.]
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

German (Pape)

[Seite 139] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. μεσαιπόλιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μεσαιπόλιος.

Russian (Dvoretsky)

μεσοπόλιος: Aesop. = μεσαιπόλιος.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοπόλιος: -ον, ὁ ὁμαλὸς τύπος τοῦ μεσαιπόλιος (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, ἔνθα νῦν γράφεται μεσαιπόλιος, ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.

Greek Monolingual

μεσοπόλιος και μεσαιπόλιος, -ον (ΑM)
1. αυτός ο οποίος έχει κατά το ήμισυ λευκές τρίχες, γκριζομάλλης, ψαρομάλλης
2. (κατ' επέκτ.) μεσήλικος, μεσόκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πολιός «γκρίζος, ψαρός» (πρβλ. υποπόλιος). Για τον τ. μεσαιπόλιος βλ. μεσ(ο)-].

Greek Monotonic

μεσοπόλιος: -ον, κανονικός τύπος αντί μεσαιπόλιος, σε Αίσωπ.

Middle Liddell

μεσο-πόλιος, ον regular form for μεσαιπόλιος, Aesop.]