μοσχάτος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μοσκάτος]] και μουσκάτος, -η, -ο (Μ [[μοσχάτος]] και [[μοσκάτος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μυρίζει ωραία σαν το αρωματικό [[φυτό]] [[μόσχος]], ευωδιαστός («μοσχάτα λουλούδια», Βιζυην.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μοσχάτο</i> και <i>μοσκάτο</i><br />α) [[ονομασία]] διαφόρων ποικιλιών κρασοστάφυλων, η [[ρόγα]] τών οποίων έχει χαρακτηριστική αρωματική [[γεύση]]<br />β) ([[κατά]] συνεκδ.) [[ονομασία]] του επιδόρπιου φυσικού γλυκού αρωματικού κρασιού που παράγεται από τις ανωτέρω ποικιλίες σταφυλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]] (II) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτος</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. κατάλ. -<i>atus</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=και [[μοσκάτος]] και μουσκάτος, -η, -ο (Μ [[μοσχάτος]] και [[μοσκάτος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μυρίζει ωραία σαν το αρωματικό [[φυτό]] [[μόσχος]], ευωδιαστός («μοσχάτα λουλούδια», Βιζυην.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μοσχάτο</i> και <i>μοσκάτο</i><br />α) [[ονομασία]] διαφόρων ποικιλιών κρασοστάφυλων, η [[ρόγα]] τών οποίων έχει χαρακτηριστική αρωματική [[γεύση]]<br />β) ([[κατά]] συνεκδ.) [[ονομασία]] του επιδόρπιου φυσικού γλυκού αρωματικού κρασιού που παράγεται από τις ανωτέρω ποικιλίες σταφυλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]] (II) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτος</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. κατάλ. -<i>atus</i> ([[πρβλ]]. [[κρασάτος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:10, 13 May 2023
Greek Monolingual
και μοσκάτος και μουσκάτος, -η, -ο (Μ μοσχάτος και μοσκάτος, -η, -ον)
1. αυτός που μυρίζει ωραία σαν το αρωματικό φυτό μόσχος, ευωδιαστός («μοσχάτα λουλούδια», Βιζυην.)
2. το ουδ. ως ουσ. το μοσχάτο και μοσκάτο
α) ονομασία διαφόρων ποικιλιών κρασοστάφυλων, η ρόγα τών οποίων έχει χαρακτηριστική αρωματική γεύση
β) (κατά συνεκδ.) ονομασία του επιδόρπιου φυσικού γλυκού αρωματικού κρασιού που παράγεται από τις ανωτέρω ποικιλίες σταφυλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (II) + κατάλ. -άτος < λατ. κατάλ. -atus (πρβλ. κρασάτος)].