ευαφής: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐαφής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο [[απαλός]] στην αφή, ο [[μαλακός]] («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές [[εἶναι]] (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα<br /><b>3.</b> [[ευαίσθητος]] («εὐαφὴς | |mltxt=[[εὐαφής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο [[απαλός]] στην αφή, ο [[μαλακός]] («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές [[εἶναι]] (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα<br /><b>3.</b> [[ευαίσθητος]] («εὐαφὴς νοῦς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που παρέχει μαλακό, απαλό [[άγγιγμα]], που εγγίζει [[ελαφρά]] («[[εὐαφής]] [[ἀνήρ]]», Αρετ.)<br /><b>5.</b> [[εύκολος]], [[φυσικός]], [[αβίαστος]] («εὐαφὴς [[μετάβασις]]», <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐαφῶς</i>, ιων. τ. <i>εὐαφέως</i><br />α) απαλά, [[μαλακά]], [[ελαφρά]]<br />β) [[σαφώς]], ευνοήτως («δεικνύναι εὐαφῶς», Μάρκ. Αυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[αφής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αφή</i>), [[πρβλ]]. [[συναφής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:02, 15 May 2023
Greek Monolingual
εὐαφής, -ές (ΑΜ)
1. (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο απαλός στην αφή, ο μαλακός («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές εἶναι (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.)
2. (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα
3. ευαίσθητος («εὐαφὴς νοῦς», Πλούτ.)
4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που παρέχει μαλακό, απαλό άγγιγμα, που εγγίζει ελαφρά («εὐαφής ἀνήρ», Αρετ.)
5. εύκολος, φυσικός, αβίαστος («εὐαφὴς μετάβασις», Λουκιαν.).
επίρρ...
εὐαφῶς, ιων. τ. εὐαφέως
α) απαλά, μαλακά, ελαφρά
β) σαφώς, ευνοήτως («δεικνύναι εὐαφῶς», Μάρκ. Αυρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αφής (< αφή), πρβλ. συναφής].