εὐάνιος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐάνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα ανιάται, ενοχλείται<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> όμως «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος, πρᾱος, [[πειθήνιος]]» — [[είναι]] προφανές ότι συγχέει το [[ευάνιος]] με το [[ευάνιος]] (δωρ. τ. [[αντί]] [[ευήνιος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[άνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ανία]]), [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-[[άνιος]]].
|mltxt=[[εὐάνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα ανιάται, ενοχλείται<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> όμως «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος, πρᾱος, [[πειθήνιος]]» — [[είναι]] προφανές ότι συγχέει το [[ευάνιος]] με το [[ευάνιος]] (δωρ. τ. [[αντί]] [[ευήνιος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[άνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ανία]]), [[πρβλ]]. [[δυσάνιος]]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 15 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάνιος Medium diacritics: εὐάνιος Low diacritics: ευάνιος Capitals: ΕΥΑΝΙΟΣ
Transliteration A: euánios Transliteration B: euanios Transliteration C: evanios Beta Code: eu)a/nios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ἀνία) taking trouble easily, Hsch. (also glossed by πειθήνιος, i.e. εὐάνιος [ᾱ], Dor. for εὐήνιος).

German (Pape)

[Seite 1056] leicht Schmerz (ἀνία) ertragend, geduldig, Hesych. ἐπὶ μηδενὶ ἀνιώμενος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάνιος: -ον, (ἀνία) ὁ εὐκόλως ἀνιώμενος, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος. πρᾷος», μεθ’ ὃ προστίθησι «πειθήνιος» συγχέων οὕτω τὸ εὐᾰνιος πρὸς τὸ εὐᾱνιος (Δωρ. ἀντὶ εὐήνιος).

Greek Monolingual

εὐάνιος, -ον (Α)
1. αυτός που εύκολα ανιάται, ενοχλείται
2. κατά τον Ησύχ. όμως «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος, πρᾱος, πειθήνιος» — είναι προφανές ότι συγχέει το ευάνιος με το ευάνιος (δωρ. τ. αντί ευήνιος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άνιος (< ανία), πρβλ. δυσάνιος].