ευάγκαλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐάγκαλος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[λιμάνι]]) [[πλατύς]], [[ευρύχωρος]] («λιμένες εὐάγκαλοι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται στην [[αγκαλιά]] εύκολα, ευχάριστα, ο [[ευπρόσδεκτος]] («[[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ [[Αἰνείας]]... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] να τον αγκαλιάσει [[κάποιος]] («εὐάγκαλον ἀνδράσιν [[ὁμίλημα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγκαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άγκαλος]], [[παράλληλος]] [[σχηματισμός]] του [[αγκάλη]]), [[πρβλ]]. <i>υπ</i>-[[άγκαλος]]].
|mltxt=[[εὐάγκαλος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[λιμάνι]]) [[πλατύς]], [[ευρύχωρος]] («λιμένες εὐάγκαλοι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται στην [[αγκαλιά]] εύκολα, ευχάριστα, ο [[ευπρόσδεκτος]] («[[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ [[Αἰνείας]]... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] να τον αγκαλιάσει [[κάποιος]] («εὐάγκαλον ἀνδράσιν [[ὁμίλημα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγκαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άγκαλος]], [[παράλληλος]] [[σχηματισμός]] του [[αγκάλη]]), [[πρβλ]]. [[υπάγκαλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 15 May 2023

Greek Monolingual

εὐάγκαλος, -ον (ΑΜ)
μσν.
(για λιμάνι) πλατύς, ευρύχωρος («λιμένες εὐάγκαλοι», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται στην αγκαλιά εύκολα, ευχάριστα, ο ευπρόσδεκτοςἄχθος οὐκ εὐάγκαλον», Αισχύλ.)
2. αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ Αἰνείας... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)
3. αυτός που είναι ευχάριστος να τον αγκαλιάσει κάποιος («εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.)
4. φρ. «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγκαλος (< άγκαλος, παράλληλος σχηματισμός του αγκάλη), πρβλ. υπάγκαλος].