καταπροδίδω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
(19) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και καταπροδίνω και καταπροδώνω (Α [[καταπροδίδωμι]])<br /><b>1.</b> [[προδίδω]] απροκαλύπτως, [[διαπράττω]] φανερή [[προδοσία]] («καταπρόδωσε την [[πατρίδα]] του»)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] κάποιον εντελώς στην [[τύχη]] του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές. | |mltxt=[[καταπροδίδω]] και [[καταπροδίνω]] και [[καταπροδώνω]] (Α [[καταπροδίδωμι]])<br /><b>1.</b> [[προδίδω]] απροκαλύπτως, [[διαπράττω]] φανερή [[προδοσία]] («καταπρόδωσε την [[πατρίδα]] του»)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] κάποιον εντελώς στην [[τύχη]] του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 18 May 2023
Greek Monolingual
καταπροδίδω και καταπροδίνω και καταπροδώνω (Α καταπροδίδωμι)
1. προδίδω απροκαλύπτως, διαπράττω φανερή προδοσία («καταπρόδωσε την πατρίδα του»)
2. εγκαταλείπω κάποιον εντελώς στην τύχη του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές.