σκαλαθυρμάτιον: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[σκαλάθυρμα]], - | |mltxt=τὸ, Α [[σκαλάθυρμα]], -ύρματος<br />(με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική [[λεπτολογία]], [[μικρολογία]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:19, 21 May 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of σκαλάθυρμα (cited in Hsch. and Phot.), trifle, frippery, trifling subtlety or trifling technicality, petty quibble, Ar.Nu.630.
German (Pape)
[Seite 888] τό, dim. von σκαλάθυρμα, kleine spitzfindige Grübelei od. Posse, Ar. Nubb. 620, wo der Schol. auch eine Anspielung auf ἄθυρμα darin findet.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σκαλάθυρμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαλαθυρμάτιον -ου, τό [σκαλαθύρω] plur. oppervlakkigheden. Aristoph. Nub. 630.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰλᾰθυρμάτιον: (μᾱ) τό тонкость, хитрость, «штучка» Arph.
Greek Monolingual
τὸ, Α σκαλάθυρμα, -ύρματος
(με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική λεπτολογία, μικρολογία.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλᾰθυρμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκαλάθυρμα (μνημονεύεται παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσυχ.), λεπτολόγος εὐφυΐα ἢ τέχνη, μικρὰ σοφιστικὴ παιδιά, μικρολογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 630.