ἀνάκλαστος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaklastos
|Transliteration C=anaklastos
|Beta Code=a)na/klastos
|Beta Code=a)na/klastos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bent back, reflected:</b> metaph., of participles derived from Nouns or Adjectives, Plu.2.1011d.</span>
|Definition=ον, [[bent back]], [[reflected]]: metaph., of participles derived from Nouns or Adjectives, Plu.2.1011d.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[reflexivo]] Plu.2.1011d (cód.), v. [[ἀντανάκλαστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάκλαστος:''' грам. производный (ὀνόματα, [[οἷον]] ὁ φρονῶν ἀπο τοῦ φρονίμου Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀνάκλαστος''': -ον, ([[ἀνακλάω]]) ὁ εἰς τὰ [[ὀπίσω]] κεκαμμένος, ὁ ἀντανακλώμενος. ΙΙ. ἐν τῇ Γραμμ., [[κλιτός]], Πλούτ. 2. 1011D.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάκλαστος]], -ον) [[ἀνακλῶ]]<br />ο [[προς]] τα [[πίσω]] κεκαμμένος, αυτός που έχει υποστεί [[ανάκλαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />λέγεται για μετοχές που προέρχονται από ουσιαστικά ή επίθετα.
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 25 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκλᾰστος Medium diacritics: ἀνάκλαστος Low diacritics: ανάκλαστος Capitals: ΑΝΑΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anáklastos Transliteration B: anaklastos Transliteration C: anaklastos Beta Code: a)na/klastos

English (LSJ)

ον, bent back, reflected: metaph., of participles derived from Nouns or Adjectives, Plu.2.1011d.

Spanish (DGE)

-ον reflexivo Plu.2.1011d (cód.), v. ἀντανάκλαστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάκλαστος: грам. производный (ὀνόματα, οἷον ὁ φρονῶν ἀπο τοῦ φρονίμου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκλαστος: -ον, (ἀνακλάω) ὁ εἰς τὰ ὀπίσω κεκαμμένος, ὁ ἀντανακλώμενος. ΙΙ. ἐν τῇ Γραμμ., κλιτός, Πλούτ. 2. 1011D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάκλαστος, -ον) ἀνακλῶ
ο προς τα πίσω κεκαμμένος, αυτός που έχει υποστεί ανάκλαση
αρχ.
λέγεται για μετοχές που προέρχονται από ουσιαστικά ή επίθετα.