Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίφριος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=difrios
|Transliteration C=difrios
|Beta Code=di/frios
|Beta Code=di/frios
|Definition=α, ον, <b class="b2">of a chariot:</b> neuter plural as adverb, <b class="b3">δίφρια συρόμενος</b> dragged [[at the chariot wheels]], AP7.152.
|Definition=α, ον, [[of a chariot]]: neuter plural as adverb, <b class="b3">δίφρια συρόμενος</b> = [[drag]]ged [[at the chariot wheels]], AP7.152.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de char.<br />'''Étymologie:''' [[δίφρος]].
|btext=α, ον :<br />[[de char]].<br />'''Étymologie:''' [[δίφρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίφριος:''' [[колесничный]]: δίφρια συρόμενος Anth. влекомый колесницей.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίφριος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στο [[άρμα]]· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>[[δίφρια]] συρόμενος</i>, αυτός που σύρεται [[πίσω]] από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.
|lsmtext='''δίφριος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στο [[άρμα]]· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>[[δίφρια]] συρόμενος</i>, αυτός που σύρεται [[πίσω]] από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίφριος:''' [[колесничный]]: δίφρια συρόμενος Anth. влекомый колесницей.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δίφριος]], η, ον <i>adj</i><br />of a [[chariot]]: neut. pl. as adv., δίφρια συρόμενος dragged at the [[chariot]] wheels, Anth.
|mdlsjtxt=[[δίφριος]], η, ον <i>adj</i><br />of a [[chariot]]: neut. pl. as adv., δίφρια συρόμενος dragged at the [[chariot]] wheels, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 25 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίφριος Medium diacritics: δίφριος Low diacritics: δίφριος Capitals: ΔΙΦΡΙΟΣ
Transliteration A: díphrios Transliteration B: diphrios Transliteration C: difrios Beta Code: di/frios

English (LSJ)

α, ον, of a chariot: neuter plural as adverb, δίφρια συρόμενος = dragged at the chariot wheels, AP7.152.

Spanish (DGE)

-α, -ον
de un carro neutr. plu. adv. δίφρια συρόμενος arrastrado por las ruedas de un carro, AP 7.152.

German (Pape)

[Seite 645] zum Wagen gehörig; nur δίφρια συρόμενος Ep. ad. 389 (VII, 152), vom Wagen geschleppt.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de char.
Étymologie: δίφρος.

Russian (Dvoretsky)

δίφριος: колесничный: δίφρια συρόμενος Anth. влекомый колесницей.

Greek (Liddell-Scott)

δίφριος: -α, -ον, εἰς δίφρον ἀνήκων· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. δίφρια

Greek Monotonic

δίφριος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στο άρμα· ουδ. πληθ. ως επίρρ., δίφρια συρόμενος, αυτός που σύρεται πίσω από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.

Middle Liddell

δίφριος, η, ον adj
of a chariot: neut. pl. as adv., δίφρια συρόμενος dragged at the chariot wheels, Anth.