saltar: Difference between revisions
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀσκαρίζω]], [[διαπάλλω]], [[ἀποπηδάω]], [[ | |sltx=[[ἀσκαρίζω]], [[διαπάλλω]], [[ἀποπηδάω]], [[αἰωροῦμαι]], [[ἀναθύω]], [[ἀνασεύομαι]], [[βίβημι]], [[ἐκπαφλάζω]], [[ἀναπάλλω]], [[ἀποχοιριάζω]], [[ἀμφικλάω]], [[ἀποθρῴσκω]], [[ἐνορούω]], [[ἀναπηδάω]], [[ἐκπροθρῴσκω]], [[δίεμαι]], [[ἀποκομπάζω]], [[ἐκκόπτω]], [[ἐκτινάσσω]], [[ἐκβαίνω]], [[διεκπηδάω]], [[ἀνεπάλλομαι]], [[ἐνσκιρτάω]], [[ἀποσκαίρω]], [[ἀναθρῴσκω]], [[εἰσάλλομαι]], [[διασκιρτάω]], [[ἀφάλλομαι]], [[διάλλομαι]], [[ἀνακοντίζω]], [[διορμάω]], [[ἐξάλλομαι]], [[ἐνθρῴσκω]], [[ἐνεφάλλομαι]], [[ἐνάλλομαι]], [[ἐμπηδάω]], [[ἀπαΐσσω]], [[ἐκπάλλομαι]], [[ἅλλομαι]], [[ἐκθρῴσκω]], [[διαπηδάω]], [[ἀνατρέχω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:18, 5 June 2023
Spanish > Greek
ἀσκαρίζω, διαπάλλω, ἀποπηδάω, αἰωροῦμαι, ἀναθύω, ἀνασεύομαι, βίβημι, ἐκπαφλάζω, ἀναπάλλω, ἀποχοιριάζω, ἀμφικλάω, ἀποθρῴσκω, ἐνορούω, ἀναπηδάω, ἐκπροθρῴσκω, δίεμαι, ἀποκομπάζω, ἐκκόπτω, ἐκτινάσσω, ἐκβαίνω, διεκπηδάω, ἀνεπάλλομαι, ἐνσκιρτάω, ἀποσκαίρω, ἀναθρῴσκω, εἰσάλλομαι, διασκιρτάω, ἀφάλλομαι, διάλλομαι, ἀνακοντίζω, διορμάω, ἐξάλλομαι, ἐνθρῴσκω, ἐνεφάλλομαι, ἐνάλλομαι, ἐμπηδάω, ἀπαΐσσω, ἐκπάλλομαι, ἅλλομαι, ἐκθρῴσκω, διαπηδάω, ἀνατρέχω