Ῥοδιακός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Rodiakos
|Transliteration C=Rodiakos
|Beta Code=&#42;(rodiako/s
|Beta Code=&#42;(rodiako/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of Rhodes]], <span class="bibl">Str.2.5.14</span>:—<b class="b3">Ῥοδιακόν</b> (sc. <b class="b3">σκύφος</b>), τό, [[a kind of cup made at Rhodes]], <span class="bibl">Epig.5</span>, <span class="bibl">Diph.5</span>, <span class="title">IG</span>11(2).110.21, 27 (Delos, iii B.C.), etc.; also called <b class="b3">Ῥοδιακὴ χυτρίς</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>110</span>; <b class="b3">Ῥοδιακή</b> alone, <span class="title">IG</span>11(2).110, al. (Delos, iii B.C.), 7.3498.6 (Orop.); and Ῥοδιάς, άδος, ἡ, <span class="bibl">Ath.11.496e</span>, Phot.</span>
|Definition=Ῥοδιακή, Ῥοδιακόν, [[Rhodian]], [[of Rhodes]], Str.2.5.14:—[[Ῥοδιακόν]] (''[[sc.]]'' [[σκύφος]]), τό, [[Rhodian]] [[cup]], a kind of [[cup]] made at [[Rhodes]], Epig.5, Diph.5, IG11(2).110.21, 27 (Delos, iii B.C.), etc.; also called Ῥοδιακὴ [[χυτρίς]], Arist.Fr.110; [[Ῥοδιακή]] alone, IG11(2).110, al. (Delos, iii B.C.), 7.3498.6 (Orop.); and [[Ῥοδιάς]], άδος, ἡ, Ath.11.496e, Phot.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[de Rhodes]], [[rhodien]].<br />'''Étymologie:''' [[Ῥόδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ῥοδιακός:''' Arst. = [[Ῥόδιος]] I.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ῥοδιακός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ Ρόδου, Στράβ. 119 [[ὡσαύτως]] Ῥοδιανός, ή, όν, Διοσκ. 3. 101· ― Ῥοδιακὸν (ἐξυπακ. [[σκύφος]]), τό, [[εἶδος]] ποτηρίου ἐν Ρόδῳ κατασκευαζόμενον, Ἐπιγένης ἐν «Ἡρωίνῃ» 2, Δίφιλος ἐν «Αἰρησιτείχει» 1, κτλ.· ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο καὶ Ῥοδιακὴ [[χυτρίς]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Κωμ. Ἀποσπ. 4. 544· καὶ Ῥοδιάς, -άδος, ἡ, Ἀθήν. 496F, Φώτ.
|lstext='''Ῥοδιακός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ Ρόδου, Στράβ. 119 [[ὡσαύτως]] Ῥοδιανός, ή, όν, Διοσκ. 3. 101· ― Ῥοδιακὸν (ἐξυπακ. [[σκύφος]]), τό, [[εἶδος]] ποτηρίου ἐν Ρόδῳ κατασκευαζόμενον, Ἐπιγένης ἐν «Ἡρωίνῃ» 2, Δίφιλος ἐν «Αἰρησιτείχει» 1, κτλ.· ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο καὶ Ῥοδιακὴ [[χυτρίς]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Κωμ. Ἀποσπ. 4. 544· καὶ Ῥοδιάς, -άδος, ἡ, Ἀθήν. 496F, Φώτ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Rhodes, rhodien.<br />'''Étymologie:''' [[Ῥόδος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ῥοδιακός:''' -ή, -όν ([[Ῥόδος]]), Ρόδιος, [[Ροδίτης]], αυτός που προέρχεται από τη Ρόδο, σε Στράβ.· επίσης, [[Ῥόδιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> ([[Ῥόδος]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
|lsmtext='''Ῥοδιακός:''' -ή, -όν ([[Ῥόδος]]), Ρόδιος, [[Ροδίτης]], αυτός που προέρχεται από τη Ρόδο, σε Στράβ.· επίσης, [[Ῥόδιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> ([[Ῥόδος]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''Ῥοδιακός:''' Arst. = [[Ῥόδιος]] I.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Ῥοδιακός]], ή, όν [[Ῥόδος]]<br />Rhodian, of [[Rhodes]], Strab.: —also [[Ῥόδιος]], η, ον, Il., Xen.
|mdlsjtxt=[[Ῥοδιακός]], ή, όν [[Ῥόδος]]<br />Rhodian, of [[Rhodes]], Strab.: —also [[Ῥόδιος]], η, ον, Il., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ῥοδιᾰκός Medium diacritics: Ῥοδιακός Low diacritics: Ροδιακός Capitals: ΡΟΔΙΑΚΟΣ
Transliteration A: Rhodiakós Transliteration B: Rhodiakos Transliteration C: Rodiakos Beta Code: *(rodiako/s

English (LSJ)

Ῥοδιακή, Ῥοδιακόν, Rhodian, of Rhodes, Str.2.5.14:—Ῥοδιακόν (sc. σκύφος), τό, Rhodian cup, a kind of cup made at Rhodes, Epig.5, Diph.5, IG11(2).110.21, 27 (Delos, iii B.C.), etc.; also called Ῥοδιακὴ χυτρίς, Arist.Fr.110; Ῥοδιακή alone, IG11(2).110, al. (Delos, iii B.C.), 7.3498.6 (Orop.); and Ῥοδιάς, άδος, ἡ, Ath.11.496e, Phot.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Rhodes, rhodien.
Étymologie: Ῥόδος.

Russian (Dvoretsky)

Ῥοδιακός: Arst. = Ῥόδιος I.

Greek (Liddell-Scott)

Ῥοδιακός: -ή, -όν, ὁ ἐκ Ρόδου, Στράβ. 119 ὡσαύτως Ῥοδιανός, ή, όν, Διοσκ. 3. 101· ― Ῥοδιακὸν (ἐξυπακ. σκύφος), τό, εἶδος ποτηρίου ἐν Ρόδῳ κατασκευαζόμενον, Ἐπιγένης ἐν «Ἡρωίνῃ» 2, Δίφιλος ἐν «Αἰρησιτείχει» 1, κτλ.· ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο καὶ Ῥοδιακὴ χυτρίς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Κωμ. Ἀποσπ. 4. 544· καὶ Ῥοδιάς, -άδος, ἡ, Ἀθήν. 496F, Φώτ.

Greek Monotonic

Ῥοδιακός: -ή, -όν (Ῥόδος), Ρόδιος, Ροδίτης, αυτός που προέρχεται από τη Ρόδο, σε Στράβ.· επίσης, Ῥόδιος, , -ον (Ῥόδος), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.

Middle Liddell

Ῥοδιακός, ή, όν Ῥόδος
Rhodian, of Rhodes, Strab.: —also Ῥόδιος, η, ον, Il., Xen.