ἀμέριστος: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ameristos | |Transliteration C=ameristos | ||
|Beta Code=a)me/ristos | |Beta Code=a)me/ristos | ||
|Definition= | |Definition=ἀμέριστον,<br><span class="bld">A</span> [[undivided]], [[indivisible]], Pl.Tht.205c, Ti.35a, Dam. ap. Simp.in Ph.625.4, Procl.Theol.Plat.1.4: Comp., Id.Inst.62. Adv. [[ἀμερίστως]] = [[indivisibly]] Iamb.Myst.1.9, Jul.Or.4.157a, Syrian.in Metaph.107.6.<br><span class="bld">II</span> Astrol., in act. sense, [[not imparting]], ἀστέρες ἀ. τῶν ἰδίων ἀγαθῶν Vett.Val.64.3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[no dividido]], [[entero]] θυσίαι sacrificios de víctimas enteras</i>, holocaustos</i> Ph.1.184<br /><b class="num">•</b>fig. ἀγαπᾶτε ἐν ἀμερίστῳ καρδίᾳ amad con todo el corazón</i> Ign.<i>Tr</i>.13.2.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>fil. [[indivisible]], [[simple]] gener. de abstractos οὐσία Pl.<i>Ti</i>.35a, cf. 37a, Plu.2.1022e, 1025b, Ptol.<i>Iudic</i>.16.10, (τὸ ἄπειρον) ἀμέριστον [[ἄρα]] καὶ ἀδιαίρετον Arist.<i>Metaph</i>.1066<sup>b</sup>17, ὁμόνοια <i>IG</i> 5(2).268.34 (Mantinea I a.C.), τὸ διανοητικόν Ptol.<i>Iudic</i>.21.6, φύσις Dam. en Simp.<i>in Ph</i>.625.4, (ἡ φύσις) τῶν ἀμερίστων μεριστά προτείνει (la naturaleza) en vez de seres indivisibles nos presenta seres divisibles</i> Procl.<i>Theol.Plat</i>.1.21.11, ἔκ τε τᾶς ἀμερίστω μορφᾶς καὶ τᾶς μεριστᾶς οὐσίας Ti.Locr.95e, καίτοι δύναμιν ἄπειρον ἔχοντες καὶ ἀμέριστον καὶ ἀπερίληπτον aun teniendo (los dioses) un poder ilimitado, indivisible, inaprensible</i> Iambl.<i>Myst</i>.1.9, πνεῦμα Synes.<i>Hymn</i>.4.21, cf. tb. Poll.4.176, Procl.<i>Inst</i>.62<br /><b class="num">•</b>de la sílaba κατὰ τὸν νῦν λόγον μία τις ἰδέα [[ἀμέριστος]] συλλαβὴ ἂν εἴη según este razonamiento la sílaba sería una forma única e indivisible</i> Pl.<i>Tht</i>.205c, cf. d.<br /><b class="num">2</b> ret. [[sencillo]], [[simple]] τῷ Ἀττικῷ σχήματι κέχρηται, τῷ καλουμένῳ ἀμερίστῳ· ἀμέριστον δέ ἐστιν ... usa la figura ática, la llamada sencilla, y es sencilla (porque emplea μέν sin la contrapartida del δέ)</i> Olymp.<i>in Grg</i>.14.16, cf. tb. Sch.Pl.<i>Grg</i>.465d.<br /><b class="num">III</b> <b class="num">1</b>[[que no divide]] una herencia δύο ἀδελφοὶ ... ἀμέριστοι τὴν ὑπόστασιν Ephr.Syr.3.XXVE<br /><b class="num">•</b>astrol. [[que no reparte]], [[que no dispensa]] c. gen. ἀμέριστοι τῶν ἰδίων Vett.Val.64.3.<br /><b class="num">2</b> [[que no distingue]], [[que no hace distingos]] ἀλλὰ γὰρ ἔτι τῶν ἀδιαιρέτων καὶ ἀμερίστων λόγων ἐπικρατούντων pero mientras nos dominen los razonamientos no analizados y que no distinguen</i> Ph.1.517, ([[ἀγάπη]]) ἀμέριστός ἐστιν ἐν πᾶσιν, [[ἀδιάκριτος]], κοινωνική (la caridad) nunca hace distingos, es indiscriminada, comunitaria</i> Clem.Al.<i>Strom</i>.2.18.87.<br /><b class="num">IV</b> adv. [[ἀμερίστως]] = [[indivisiblemente]], [[sin partes]] Iul.<i>Or</i>.11.157a, (φῶς) ἀμερίστως τε πάρεστι πᾶσι (la luz) se presenta indivisiblemente a todos</i> Iambl.<i>Myst</i>.1.9, cf. Origenes <i>Cels</i>.8.4, Syrian.<i>in Metaph</i>.107.6, Synes.<i>Hymn</i>.9.80. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] ungetheilt, [[οὐσία]] Plat. Tim. 35 a; adv.; Plut.; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] ungetheilt, [[οὐσία]] Plat. Tim. 35 a; adv.; Plut.; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[non partagé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μερίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμέριστος:''' [[неделимый]] ([[οὐσία]] Plat., Arst., Plut., Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμέριστος''': -ον, [[ἀδιαίρετος]], ὁ μὴ δυνάμενος νὰ διαιρεθῇ, ἄτομος, Πλάτ. Θεαίτ. 205C, Τίμ. 35Α, Ἀριστ., κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως Ἰάμβλ., κτλ. | |lstext='''ἀμέριστος''': -ον, [[ἀδιαίρετος]], ὁ μὴ δυνάμενος νὰ διαιρεθῇ, ἄτομος, Πλάτ. Θεαίτ. 205C, Τίμ. 35Α, Ἀριστ., κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως Ἰάμβλ., κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέριστος]], -ον) [[μερίζω]]<br />αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, [[αδιαίρετος]], [[αμοίραστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακέραιος]], [[ολόκληρος]], [[απεριόριστος]]<br />«έχεις αμέριστη την [[αγάπη]] μου», «το [[ενδιαφέρον]] μου [[είναι]] αμέριστο». | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέριστος]], -ον) [[μερίζω]]<br />αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, [[αδιαίρετος]], [[αμοίραστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακέραιος]], [[ολόκληρος]], [[απεριόριστος]]<br />«έχεις αμέριστη την [[αγάπη]] μου», «το [[ενδιαφέρον]] μου [[είναι]] αμέριστο». | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμέριστον,
A undivided, indivisible, Pl.Tht.205c, Ti.35a, Dam. ap. Simp.in Ph.625.4, Procl.Theol.Plat.1.4: Comp., Id.Inst.62. Adv. ἀμερίστως = indivisibly Iamb.Myst.1.9, Jul.Or.4.157a, Syrian.in Metaph.107.6.
II Astrol., in act. sense, not imparting, ἀστέρες ἀ. τῶν ἰδίων ἀγαθῶν Vett.Val.64.3.
Spanish (DGE)
-ον
I no dividido, entero θυσίαι sacrificios de víctimas enteras, holocaustos Ph.1.184
•fig. ἀγαπᾶτε ἐν ἀμερίστῳ καρδίᾳ amad con todo el corazón Ign.Tr.13.2.
II 1fil. indivisible, simple gener. de abstractos οὐσία Pl.Ti.35a, cf. 37a, Plu.2.1022e, 1025b, Ptol.Iudic.16.10, (τὸ ἄπειρον) ἀμέριστον ἄρα καὶ ἀδιαίρετον Arist.Metaph.1066b17, ὁμόνοια IG 5(2).268.34 (Mantinea I a.C.), τὸ διανοητικόν Ptol.Iudic.21.6, φύσις Dam. en Simp.in Ph.625.4, (ἡ φύσις) τῶν ἀμερίστων μεριστά προτείνει (la naturaleza) en vez de seres indivisibles nos presenta seres divisibles Procl.Theol.Plat.1.21.11, ἔκ τε τᾶς ἀμερίστω μορφᾶς καὶ τᾶς μεριστᾶς οὐσίας Ti.Locr.95e, καίτοι δύναμιν ἄπειρον ἔχοντες καὶ ἀμέριστον καὶ ἀπερίληπτον aun teniendo (los dioses) un poder ilimitado, indivisible, inaprensible Iambl.Myst.1.9, πνεῦμα Synes.Hymn.4.21, cf. tb. Poll.4.176, Procl.Inst.62
•de la sílaba κατὰ τὸν νῦν λόγον μία τις ἰδέα ἀμέριστος συλλαβὴ ἂν εἴη según este razonamiento la sílaba sería una forma única e indivisible Pl.Tht.205c, cf. d.
2 ret. sencillo, simple τῷ Ἀττικῷ σχήματι κέχρηται, τῷ καλουμένῳ ἀμερίστῳ· ἀμέριστον δέ ἐστιν ... usa la figura ática, la llamada sencilla, y es sencilla (porque emplea μέν sin la contrapartida del δέ) Olymp.in Grg.14.16, cf. tb. Sch.Pl.Grg.465d.
III 1que no divide una herencia δύο ἀδελφοὶ ... ἀμέριστοι τὴν ὑπόστασιν Ephr.Syr.3.XXVE
•astrol. que no reparte, que no dispensa c. gen. ἀμέριστοι τῶν ἰδίων Vett.Val.64.3.
2 que no distingue, que no hace distingos ἀλλὰ γὰρ ἔτι τῶν ἀδιαιρέτων καὶ ἀμερίστων λόγων ἐπικρατούντων pero mientras nos dominen los razonamientos no analizados y que no distinguen Ph.1.517, (ἀγάπη) ἀμέριστός ἐστιν ἐν πᾶσιν, ἀδιάκριτος, κοινωνική (la caridad) nunca hace distingos, es indiscriminada, comunitaria Clem.Al.Strom.2.18.87.
IV adv. ἀμερίστως = indivisiblemente, sin partes Iul.Or.11.157a, (φῶς) ἀμερίστως τε πάρεστι πᾶσι (la luz) se presenta indivisiblemente a todos Iambl.Myst.1.9, cf. Origenes Cels.8.4, Syrian.in Metaph.107.6, Synes.Hymn.9.80.
German (Pape)
[Seite 122] ungetheilt, οὐσία Plat. Tim. 35 a; adv.; Plut.; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non partagé.
Étymologie: ἀ, μερίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμέριστος: неделимый (οὐσία Plat., Arst., Plut., Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέριστος: -ον, ἀδιαίρετος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ διαιρεθῇ, ἄτομος, Πλάτ. Θεαίτ. 205C, Τίμ. 35Α, Ἀριστ., κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως Ἰάμβλ., κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμέριστος, -ον) μερίζω
αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, αδιαίρετος, αμοίραστος
νεοελλ.
ακέραιος, ολόκληρος, απεριόριστος
«έχεις αμέριστη την αγάπη μου», «το ενδιαφέρον μου είναι αμέριστο».