ἑτερώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source
(14)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eteronymos
|Transliteration C=eteronymos
|Beta Code=e(terw/numos
|Beta Code=e(terw/numos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with different designation</b>, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Cat.</span>38</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span>p.955</span> S. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">with different denominator</b>, <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>1.13</span>, al.</span>
|Definition=ἑτερώνυμον,<br><span class="bld">A</span> [[of a different name]], [[with different designation]], Simp. ''in Cat.''38, Procl.''in Prm.''p.955 S.<br><span class="bld">II</span> [[with different denominator]], [[of a different denominator]], Nicom.''Ar.''1.13, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερώνυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δημοσιεύεται με [[ξένο]] όνομα<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> <b>φρ.</b> «ετερώνυμα κλάσματα» — κλάσματα που έχουν διαφορετικό παρονομαστή<br /><b>4.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> <b>φρ.</b> «ετερώνυμα φορτία» — τα ηλεκτρικά φορτία αντίθετου σημείου, δηλ. τα φορτία θετικού και αρνητικού ηλεκτρισμού που λαμβάνονται [[μαζί]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετερωνύμως</i> (ΑΜ ἑτερωνύμως)<br />με [[άλλο]] όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, διαλεκτ. τ. του <i>όνομα</i>), με [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει», <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>ώνυμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερώνυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δημοσιεύεται με [[ξένο]] όνομα<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> <b>φρ.</b> «ετερώνυμα κλάσματα» — κλάσματα που έχουν διαφορετικό παρονομαστή<br /><b>4.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> <b>φρ.</b> «ετερώνυμα φορτία» — τα ηλεκτρικά φορτία αντίθετου σημείου, δηλ. τα φορτία θετικού και αρνητικού ηλεκτρισμού που λαμβάνονται [[μαζί]]. <br /><b>επίρρ.</b><br /><i>[[ετερωνύμως]]</i> (ΑΜ [[ἑτερωνύμως]])<br />με [[άλλο]] όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, διαλεκτ. τ. του <i>[[όνομα]]</i>), με [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει», [[πρβλ]]. [[ανώνυμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερώνῠμος Medium diacritics: ἑτερώνυμος Low diacritics: ετερώνυμος Capitals: ΕΤΕΡΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: heterṓnymos Transliteration B: heterōnymos Transliteration C: eteronymos Beta Code: e(terw/numos

English (LSJ)

ἑτερώνυμον,
A of a different name, with different designation, Simp. in Cat.38, Procl.in Prm.p.955 S.
II with different denominator, of a different denominator, Nicom.Ar.1.13, al.

German (Pape)

[Seite 1051] mit einem andern Namen, andersnamig, von der Zahl, Nicom. arithm. 1, 11. 3, 7 u. Gramm., auch im adv.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερώνυμος, -ον)
αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά
νεοελλ.
1. αυτός που δημοσιεύεται με ξένο όνομα
2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό
3. μαθημ. φρ. «ετερώνυμα κλάσματα» — κλάσματα που έχουν διαφορετικό παρονομαστή
4. (ηλεκτρ.) φρ. «ετερώνυμα φορτία» — τα ηλεκτρικά φορτία αντίθετου σημείου, δηλ. τα φορτία θετικού και αρνητικού ηλεκτρισμού που λαμβάνονται μαζί.
επίρρ.
ετερωνύμως (ΑΜ ἑτερωνύμως)
με άλλο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ωνυμος (< όνυμα, διαλεκτ. τ. του όνομα), με λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει», πρβλ. ανώνυμος].