ἱεροφαντικός: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ierofantikos | |Transliteration C=ierofantikos | ||
|Beta Code=i(erofantiko/s | |Beta Code=i(erofantiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἱεροφαντική, ἱεροφαντικόν, [[of a hierophant]], [[στέμμα]] Luc.Alex.60; [[βίβλοι ἱεροφαντικοί]] = [[books on the sacred rites]], Lat. [[libri pontificales]], Plu.Num.22. Adv. [[ἱεροφαντικῶς]] = [[in the style of a hierophant]] Luc.Alex.39. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] ή, όν, den Hierophanten betreffend; [[στέμμα]] Luc. Alex. 60; βίβλοι, Bücher über die pontifices, Plut. Num. 22. – Adv., nach Art der Hierophanten, Luc. Alex. 39. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1243.png Seite 1243]] ή, όν, den Hierophanten betreffend; [[στέμμα]] Luc. Alex. 60; βίβλοι, Bücher über die pontifices, Plut. Num. 22. – Adv., nach Art der Hierophanten, Luc. Alex. 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />d'hiérophante ; βίβλοι ἱεροφαντικοί les livres du pontife <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεροφάντης]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱεροφαντικός:''' [[жреческий]] ([[στέμμα]] Luc.; βίβλοι Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱεροφαντικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱεροφάντην, [[στέμμα]] Λουκ. Ἀλέξ. 60· βίβλοι ἱερ., Λατ. libri pontificales, Πλουτ. Νουμ. 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἀλέξ. 39. | |lstext='''ἱεροφαντικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱεροφάντην, [[στέμμα]] Λουκ. Ἀλέξ. 60· βίβλοι ἱερ., Λατ. libri pontificales, Πλουτ. Νουμ. 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἀλέξ. 39. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱεροφαντικός]], -ή, -όν (Α) [[ιεροφάντης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιεροφάντη (α. «στεφανωθῆναι τῷ ἱεροφαντικῷ στέμματι», <b>Πλούτ.</b><br />β. «βίβλους ἱεροφαντικάς» — βιβλία για τους pontifices τών Ρωμαίων, libri pontificates, <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /> | |mltxt=[[ἱεροφαντικός]], -ή, -όν (Α) [[ιεροφάντης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιεροφάντη (α. «στεφανωθῆναι τῷ ἱεροφαντικῷ στέμματι», <b>Πλούτ.</b><br />β. «βίβλους ἱεροφαντικάς» — βιβλία για τους pontifices τών Ρωμαίων, libri pontificates, <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἱεροφαντικῶς]]<br />[[κατά]] τον τρόπο τών ιεροφαντών, σαν [[ιεροφάντης]], [[μυσταγωγικός|μυσταγωγικώς]], [[ἱεροπρεπής|ιεροπρεπώς]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱεροφαντικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στον ιεροφάντη, σε Λουκ.· <i>βίβλοι ἱερ</i>., Λατ. Libri pontificales, σε Πλούτ.· επίρρ. | |lsmtext='''ἱεροφαντικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στον ιεροφάντη, σε Λουκ.· <i>βίβλοι ἱερ</i>., Λατ. Libri pontificales, σε Πλούτ.· επίρρ. [[ἱεροφαντικῶς]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἱεροφαντικός]], ή, όν [from [[ἱεροφάντης]]<br />of a hierophant, Luc.; βίβλοι ἱερ. the libri pontificales, Plut. adv. | |mdlsjtxt=[[ἱεροφαντικός]], ή, όν [from [[ἱεροφάντης]]<br />[[of a hierophant]], Luc.; βίβλοι ἱερ. the libri pontificales, Plut. adv. [[ἱεροφαντικῶς]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἱεροφαντική, ἱεροφαντικόν, of a hierophant, στέμμα Luc.Alex.60; βίβλοι ἱεροφαντικοί = books on the sacred rites, Lat. libri pontificales, Plu.Num.22. Adv. ἱεροφαντικῶς = in the style of a hierophant Luc.Alex.39.
German (Pape)
[Seite 1243] ή, όν, den Hierophanten betreffend; στέμμα Luc. Alex. 60; βίβλοι, Bücher über die pontifices, Plut. Num. 22. – Adv., nach Art der Hierophanten, Luc. Alex. 39.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'hiérophante ; βίβλοι ἱεροφαντικοί les livres du pontife à Rome.
Étymologie: ἱεροφάντης.
Russian (Dvoretsky)
ἱεροφαντικός: жреческий (στέμμα Luc.; βίβλοι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροφαντικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱεροφάντην, στέμμα Λουκ. Ἀλέξ. 60· βίβλοι ἱερ., Λατ. libri pontificales, Πλουτ. Νουμ. 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἀλέξ. 39.
Greek Monolingual
ἱεροφαντικός, -ή, -όν (Α) ιεροφάντης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιεροφάντη (α. «στεφανωθῆναι τῷ ἱεροφαντικῷ στέμματι», Πλούτ.
β. «βίβλους ἱεροφαντικάς» — βιβλία για τους pontifices τών Ρωμαίων, libri pontificates, Πλούτ.).
επίρρ...
ἱεροφαντικῶς
κατά τον τρόπο τών ιεροφαντών, σαν ιεροφάντης, μυσταγωγικώς, ιεροπρεπώς.
Greek Monotonic
ἱεροφαντικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στον ιεροφάντη, σε Λουκ.· βίβλοι ἱερ., Λατ. Libri pontificales, σε Πλούτ.· επίρρ. ἱεροφαντικῶς, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἱεροφαντικός, ή, όν [from ἱεροφάντης
of a hierophant, Luc.; βίβλοι ἱερ. the libri pontificales, Plut. adv. ἱεροφαντικῶς, Luc.