ἀσύνοπτος: Difference between revisions
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asynoptos | |Transliteration C=asynoptos | ||
|Beta Code=a)su/noptos | |Beta Code=a)su/noptos | ||
|Definition= | |Definition=ἀσύνοπτον,1[[not easily perceived]], [[undiscerning]], [[that cannot be encompassed in the gaze]], [[difficult to perceive]], opp. [[εὐσύνοπτος]], Aeschin.2.146, J.BJ7.6.1, Secund.Sent.1,15.2 [[obtuse]] Isid.Pel.''Ep''.M.78.356B. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀσύνοπτον,1not easily perceived, undiscerning, that cannot be encompassed in the gaze, difficult to perceive, opp. εὐσύνοπτος, Aeschin.2.146, J.BJ7.6.1, Secund.Sent.1,15.2 obtuse Isid.Pel.Ep.M.78.356B.
Spanish (DGE)
-ον
1 de cosas de difícil percepción ἃ ... τοῖς ... πολλοῖς ἀσύνοπτα los hechos que escapan a los ojos del vulgo Aeschin.2.146, φάραγξις ... ἀ. barranco del que no se alcanza a ver el fondo I.BI 7.167, ἀ. ὕψωμα Secund.Sent.1, cf. D.S.5.77
•neutr. como adv. sin discernir, sin ver = ἀσύνοπτα [θε] ωροῦντας Praxiph.7.8.
2 de pers. obtuso Isid.Pel.Ep.M.78.356B.
German (Pape)
[Seite 380] unkenntlich, dunkel, τοῖς πολλοῖς Aeschin. 2, 146.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l'on ne peut embrasser d'un coup d'œil, difficile à saisir.
Étymologie: ἀ, σύνοπτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύνοπτος: невидимый, незаметный (τινι Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύνοπτος: -ον, ὁ μὴ εὐκόλως διακρινόμενος, δυσδιάκριτος, ἅ ἐστι τοῖς μὲν πολλοῖς ἀσύνοπτα Αἰσχίν. 47, 31.
Greek Monolingual
ἀσύνοπτος, -ον (AM) σύνοπτος < συνορώ]
1. αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο δυσδιάκριτος
2. εκείνος που δεν διακρίνεται καθαρά στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον.
Greek Monotonic
ἀσύνοπτος: -ον, αυτός που δεν διακρίνεται εύκολα, δυσδιάκριτος, σε Αισχίν.