κονιάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koniatis
|Transliteration C=koniatis
|Beta Code=konia/ths
|Beta Code=konia/ths
|Definition=ου, ὁ, = [[κονιατήρ]] ([[plasterer]]), IG 11(2).146 A 74 (Delos, iv BC), ''Sammelb.'' 6823.20 (i AD), POxy. 1450.6 (iii AD) ; gloss on [[ἐξαλίπτης]], Gal. 19.98, cf. Sch. Ar. ''Av.'' 1150 ; title of play by Amphis.
|Definition=κονιάτου, ὁ, = [[κονιατήρ]] ([[plasterer]]), IG 11(2).146 A 74 (Delos, iv BC), ''Sammelb.'' 6823.20 (i AD), POxy. 1450.6 (iii AD) ; gloss on [[ἐξαλίπτης]], Gal. 19.98, cf. Sch. Ar. ''Av.'' 1150 ; title of play by Amphis.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κονιατής]] και [[κονιαστής]], ο (Α [[κονιάτης]] και [[κονιατήρ]])<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] στις επιχρίσεις με [[κονίαμα]], αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, [[σοβατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i>. Ο τ. [[κονιατήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[κρατήρ]], [[στατήρ]])].
|mltxt=[[κονιατής]] και [[κονιαστής]], ο (Α [[κονιάτης]] και [[κονιατήρ]])<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] στις επιχρίσεις με [[κονίαμα]], αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, [[σοβατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i>. Ο τ. [[κονιατήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[κρατήρ]], [[στατήρ]])].
}}
}}

Revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονιάτης Medium diacritics: κονιάτης Low diacritics: κονιάτης Capitals: ΚΟΝΙΑΤΗΣ
Transliteration A: koniátēs Transliteration B: koniatēs Transliteration C: koniatis Beta Code: konia/ths

English (LSJ)

κονιάτου, ὁ, = κονιατήρ (plasterer), IG 11(2).146 A 74 (Delos, iv BC), Sammelb. 6823.20 (i AD), POxy. 1450.6 (iii AD) ; gloss on ἐξαλίπτης, Gal. 19.98, cf. Sch. Ar. Av. 1150 ; title of play by Amphis.

Greek Monolingual

κονιατής και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρατήρ, στατήρ)].