ὑπέρινος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperinos
|Transliteration C=yperinos
|Beta Code=u(pe/rinos
|Beta Code=u(pe/rinos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">purged violently</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>6.5.15</span>, <span class="bibl">Demetr.Com.Vet.6</span>, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.7.26.168</span>; ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.14.2</span>; <b class="b3">ὑ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά</b> <b class="b2">exhausted</b> by production, <span class="bibl">Arist. <span class="title">GA</span>750a29</span>.</span>
|Definition=ὑπέρινον, [[purged violently]], Id.Epid.6.5.15, Demetr.Com.Vet.6, Ruf. ap. Orib.7.26.168; ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν Thphr.HP9.14.2; ὑ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά [[exhausted]] by [[production]], Arist. GA750a29.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1197.png Seite 1197]] übermäßig ausgeleert u. dadurch entkräftet, Theophr. Bei Arist. gen. an. 3, 1 sind ὄρνιθες ὑπέρινοι durch übermäßiges Legen entkräftete Hühner.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρινος:''' [[ἰνέω]] крайне истощенный частой кладкой яиц (ὄρνιθες Arst.) или образованием семени (φυτά Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''ὑπέρῐνος''': -ον, ([[ὑπερινάω]]) ὁ διὰ καθαρσίου ὑπερκεκαθαρμένος, ὁ ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, Ἱππ. 1185Ε φασὶ δὲ μόνον ἢ [[μάλιστα]] ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν τῶν φαρμάκων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 2· ὑπ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά, ἐξαντλοῦνται ἐκ τῆς καρποφορίας ἢ παραγωγῆς, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 16, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 155. 10. ― [[Κατὰ]] Φώτ.: «[[ὑπέρινος]]: ὑπερκεκαθαρμένος· [[οὕτως]] [[Δημήτριος]]», καὶ κατὰ τὰ Α. Β. 69, 15: [[ὑπέρινος]]: ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, ἰνᾶσθαι γὰρ τὸ καθαίρεσθαι καὶ ἐξεμεῖν», ἴδε καὶ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. ἐξηγ. 582, πρβλ. τὴν λέξιν [[ὑπεραλγεινός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[μετά]] από [[χρήση]] καθαρτικού είχε υπέρμετρη [[κένωση]]<br /><b>2.</b> (για ζώα και για φυτά) αυτός που εξαντλείται από την υπερβολική [[παραγωγή]] ή [[καρποφορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>ὑπερινῶ</i>].
}}
{{FriskDe
|ftr='''ὑπέρινος''': {hupérinos}<br />'''See also''': s. [[ἰνάω]].<br />'''Page''' 2,968
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρῐνος Medium diacritics: ὑπέρινος Low diacritics: υπέρινος Capitals: ΥΠΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: hypérinos Transliteration B: hyperinos Transliteration C: yperinos Beta Code: u(pe/rinos

English (LSJ)

ὑπέρινον, purged violently, Id.Epid.6.5.15, Demetr.Com.Vet.6, Ruf. ap. Orib.7.26.168; ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν Thphr.HP9.14.2; ὑ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά exhausted by production, Arist. GA750a29.

German (Pape)

[Seite 1197] übermäßig ausgeleert u. dadurch entkräftet, Theophr. Bei Arist. gen. an. 3, 1 sind ὄρνιθες ὑπέρινοι durch übermäßiges Legen entkräftete Hühner.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρινος: ἰνέω крайне истощенный частой кладкой яиц (ὄρνιθες Arst.) или образованием семени (φυτά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρῐνος: -ον, (ὑπερινάω) ὁ διὰ καθαρσίου ὑπερκεκαθαρμένος, ὁ ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, Ἱππ. 1185Ε φασὶ δὲ μόνον ἢ μάλιστα ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν τῶν φαρμάκων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 2· ὑπ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά, ἐξαντλοῦνται ἐκ τῆς καρποφορίας ἢ παραγωγῆς, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 16, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 155. 10. ― Κατὰ Φώτ.: «ὑπέρινος: ὑπερκεκαθαρμένος· οὕτως Δημήτριος», καὶ κατὰ τὰ Α. Β. 69, 15: ὑπέρινος: ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, ἰνᾶσθαι γὰρ τὸ καθαίρεσθαι καὶ ἐξεμεῖν», ἴδε καὶ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. ἐξηγ. 582, πρβλ. τὴν λέξιν ὑπεραλγεινός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που μετά από χρήση καθαρτικού είχε υπέρμετρη κένωση
2. (για ζώα και για φυτά) αυτός που εξαντλείται από την υπερβολική παραγωγή ή καρποφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ὑπερινῶ].

Frisk Etymology German

ὑπέρινος: {hupérinos}
See also: s. ἰνάω.
Page 2,968