μελαμβόρειος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melamvoreios
|Transliteration C=melamvoreios
|Beta Code=melambo/reios
|Beta Code=melambo/reios
|Definition=ον, (βορέας) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of the black north]]: <b class="b3">πνεῦμα μ</b>. [[the black north wind]] in Southern Gaul and Palestine, <span class="bibl">Str.4.1.7</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.9.3</span>.</span>
|Definition=μελαμβόρειον, ([[βορέας]])<br><span class="bld">A</span> of the [[black]] [[north]]: [[πνεῦμα μελαμβόρειον]] the [[black]] [[north]] [[wind]] in [[Southern]] [[Gaul]] and [[Palestine]], Str.4.1.7, J.BJ3.9.3.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμβόρειος Medium diacritics: μελαμβόρειος Low diacritics: μελαμβόρειος Capitals: ΜΕΛΑΜΒΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: melambóreios Transliteration B: melamboreios Transliteration C: melamvoreios Beta Code: melambo/reios

English (LSJ)

μελαμβόρειον, (βορέας)
A of the black north: πνεῦμα μελαμβόρειον the black north wind in Southern Gaul and Palestine, Str.4.1.7, J.BJ3.9.3.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμβόρειος: ἢ -βόρεος, ον, (βορέας) ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μέλανα βορρᾶν, μελαμβόρειον πνεῦμα, βίαιον καὶ φρικῶδες, ὁ «μαῦρος» βόρειος ἄνεμος ὁ πνέων κατὰ τὰ παράλια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἐν τῇ νοτίῳ Γαλατίᾳ (ἔνθα καλεῖται la bise ἢ mistral), Στράβ. 182, ἔνθα ἴδε Casaub., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 9, 3.

Greek Monolingual

μελαμβόρειος, -ον (Α)
φρ. «πνεῦμα μελαμβόρειον» — ο βόρειος άνεμος που πνέει στα παράλια της Παλαιστίνης και στη νότια Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βόρειος.