φαρμακόμαντις: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=farmakomantis
|Transliteration C=farmakomantis
|Beta Code=farmako/mantis
|Beta Code=farmako/mantis
|Definition=εως, ὁ, either <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who is at once]] <b class="b3">φαρμακός</b> and <b class="b3">μάντις</b>, or [[who uses]] <b class="b3">φάρμακα</b> [[to divine from]], title of play by Anaxandrides.</span>
|Definition=-εως, ὁ, either one who is at once [[φαρμακός]] and [[μάντις]], or who uses [[φάρμακον|φάρμακα]] to [[divine]] from, one who [[draw]]s [[auspice]]s from [[medicine]], title of play by [[Anaxandrides]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άντεως, ὁ, ΜΑ<br />ο [[φαρμακός]] και [[μάντης]] ταυτόχρονα ή αυτός που χρησιμοποιεί φάρμακα προκειμένου να προβλέψει το [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀνειρό</i>-<i>μαντις</i>)].
|mltxt=-άντεως, ὁ, ΜΑ<br />ο [[φαρμακός]] και [[μάντης]] ταυτόχρονα ή αυτός που χρησιμοποιεί φάρμακα προκειμένου να προβλέψει το [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]] ([[πρβλ]]. [[ὀνειρόμαντις]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκόμαντις Medium diacritics: φαρμακόμαντις Low diacritics: φαρμακόμαντις Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: pharmakómantis Transliteration B: pharmakomantis Transliteration C: farmakomantis Beta Code: farmako/mantis

English (LSJ)

-εως, ὁ, either one who is at once φαρμακός and μάντις, or who uses φάρμακα to divine from, one who draws auspices from medicine, title of play by Anaxandrides.

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, entweder Einer, der zugleich φαρμακός u. μάντις ist, od. Einer, der sich der φάρμακα bedient, um daraus zu wahrsagen; Titel einer Comödie des Anaxandrid. bei Ath. VI, 261 e.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκόμαντις: -εως, ὁ ἢ ὁ ὢν ἅμα φαρμακὸς καὶ μάντις, ἢ ὁ μεταχειριζόμενος φάρμακα ὅπως δι’ αὐτῶν μαντεύηται, ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Ἀναξανδρίδου. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

Greek Monolingual

-άντεως, ὁ, ΜΑ
ο φαρμακός και μάντης ταυτόχρονα ή αυτός που χρησιμοποιεί φάρμακα προκειμένου να προβλέψει το μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + μάντις (πρβλ. ὀνειρόμαντις)].