ὀξύφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oksyfyllos
|Transliteration C=oksyfyllos
|Beta Code=o)cu/fullos
|Beta Code=o)cu/fullos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with pointed leaves</b>, θρίδαξ Dsc.4.23. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> ὀξῠ-φυλλον, τό, = [[τρίφυλλον]], Id.3.109, Gal.12.144.</span>
|Definition=ὀξύφυλλον,<br><span class="bld">A</span> [[with pointed leaves]], θρίδαξ Dsc.4.23.<br><span class="bld">II</span> [[ὀξύφυλλον]], τό, = [[τρίφυλλον]], Id.3.109, Gal.12.144.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξύφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων [[ὀξέα]], εἰς ὀξὺ ἀπολήγοντα φύλλα, Διοσκ. 4, 23, Achmes Ὀνειρ. 151.
|lstext='''ὀξύφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων [[ὀξέα]], εἰς ὀξὺ ἀπολήγοντα φύλλα, Διοσκ. 4, 23, Achmes Ὀνειρ. 151.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀξύφυλλος]], -ον)<br />αυτός που έχει φύλλα με μυτερά [[άκρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξύφυλλον</i><br />το [[φυτό]] [[τριφύλλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]]), <b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>φυλλος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠφυλλος Medium diacritics: ὀξύφυλλος Low diacritics: οξύφυλλος Capitals: ΟΞΥΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: oxýphyllos Transliteration B: oxyphyllos Transliteration C: oksyfyllos Beta Code: o)cu/fullos

English (LSJ)

ὀξύφυλλον,
A with pointed leaves, θρίδαξ Dsc.4.23.
II ὀξύφυλλον, τό, = τρίφυλλον, Id.3.109, Gal.12.144.

German (Pape)

[Seite 355] spitzblättrig, Diosc., τὸ ὀξύφυλλον, eine besondere Pflanze.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύφυλλος: -ον, ὁ ἔχων ὀξέα, εἰς ὀξὺ ἀπολήγοντα φύλλα, Διοσκ. 4, 23, Achmes Ὀνειρ. 151.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀξύφυλλος, -ον)
αυτός που έχει φύλλα με μυτερά άκρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύφυλλον
το φυτό τριφύλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. λεπτό-φυλλος].