ἀκόρυφος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akoryfos
|Transliteration C=akoryfos
|Beta Code=a)ko/rufos
|Beta Code=a)ko/rufos
|Definition=ον, (> [[κορυφή]]) [[without top]], [[without beginning]], DH. Comp. 22. = [[ἀκορύφωτος]] ([[not to be summed]], [[countless]]), Hsch.
|Definition=ἀκόρυφον, (> [[κορυφή]]) [[without top]], [[without beginning]], DH. Comp. 22. = [[ἀκορύφωτος]] ([[not to be summed]], [[countless]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόρῠφος Medium diacritics: ἀκόρυφος Low diacritics: ακόρυφος Capitals: ΑΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: akóryphos Transliteration B: akoryphos Transliteration C: akoryfos Beta Code: a)ko/rufos

English (LSJ)

ἀκόρυφον, (> κορυφή) without top, without beginning, DH. Comp. 22. = ἀκορύφωτος (not to be summed, countless), Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 ret. que no tiene comienzo ἡ περίοδος D.H.Comp.22.42.
2 que no se puede sumar, innumerable Hsch. (cód.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόρυφος: -ον, (κορυφή) ἄνευ κορυφῆς, ἄνευ ἀρχῆς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 118. ΙΙ. = τῷ ἑπομ. Ἡσυχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόρυφος, -ον) κορυφή
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει κορυφή ή του έχουν κόψει την κορυφή (ειδικά στα οικόσημα)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει αρχή
«ἀκόρυφος καὶ ἀκατάστροφος» — χωρίς αρχή και τέλος (Διον. Αλ.)
2. ο αναρίθμητος.

German (Pape)

ohne Gipfel, ohne Schluß, Dion.Hal., von einer Periode.